Ο Δημήτρης Καραντζάς με τον «Ρωμαίο και Ιουλιέττα» στο Εθνικό Θεάτρο (Τσίλλερ) μετέφερε το σαιξπηρικό αριστούργημα στη σφαίρα της σύγχρονης εποχής, καθιστώντας τον ποιητικό λόγο μια μεγάλη αυταξία.
Η τοποθέτηση του Δημήτρη Καραντζά για τις στοχεύσεις της σκηνοθεσίας του επάνω στην τραγωδία του Σαίξπηρ «Ρωμαίος και Ιουλιέττα» στο Εθνικό Θέατρο έδωσαν την εντύπωση ενός καλλιτέχνη engagé που επιδιώκει να αφομοιώσει το γλωσσάρι της πολιτικής ορθότητας στη δημιουργία του. Εν πρώτοις, αυτή η αξιωματική στάση του θα έστρεφε την ρότα προς μια γραμμή πλησίον μιας οριζόντιας historicisation, ήτοι μιας προσέγγισης από την οπτική γωνία της σύγχρονης εποχής, σε μια προσπάθεια να εμφανίσει προφανείς αντιστοιχίσεις μια αναγωγές. Οι δηλώσεις του μάλιστα περί αλλαγής στο σημείωμά του προδίδουν ακριβώς αυτή την πρόθεση. Είναι, ωστόσο, ευτυχές το γεγονός ότι εν τη ρύμη του καλλιτεχνικού οίστρου το αποτέλεσμα της σκηνικής δημιουργίας του κατέληξε να φωτίσει περισσότερο ένα ζήτημα καλλιτεχνικής ουσίας: την αγαστή συνύπαρξη της «ανασύστασης και της προβολής». Ανασύσταση επί τη βάσει του χρονικού πλαισίου, μέσω της επικαιροποίησης του θέματος, και προβολή του σώματος του έργου, όπως αυτό αρθρώθηκε και διασώθηκε αρτιμελές μέσα από την αριστοτεχνική μετάφραση του Διονύση Καψάλη. Αυτή η περιέλιξη του εγχειρήματος γύρω από την ηχηρή εμπιστοσύνη προς την μετάφραση (γεγονός καθόλα δικαιολογημένο) αποκρυστάλλωσε δύο στοιχεία που συνυφάνθηκαν χωρίς το ένα να υπονομεύσει το άλλο: τη χρονική μεταγραφή με μια πολλαπλή σημειολογία ήχων, εικόνων, ταυτοτήτων και έναν λόγο ποιητικό που όχι μόνο δεν ακουγόταν παράταιρος, αλλά ήταν ενεργητικά παρών, επιβλητικός όσο και υποβλητικός.
Το μεγάλο κέρδος από αυτήν την καταλυτική λειτουργία της ποίησης του Σαίξπηρ μέσα σε ένα σκηνικό σύμπαν αντιστικτικό ως προς αυτή ήταν ότι αποσοβήθηκε το ενδεχόμενο να παγιωθεί η σκηνοθετική επιλογή ως μια καθοδηγητική historicisation που θα αποστράγγιζε τους χυμούς των στίχων του Σαίξπηρ.
Η Ηρώ Μπέζου, στον ρόλο της Ιουλιέττας, χαρακτηρίστηκε από την δεινότητά της να εμφυσήσει σε ένα περίτεχνο και σύνθετο γλωσσικό σύστημα συναισθήματα, μετατρέποντας τις λέξεις σε ψηφίδες της ίδιας της ψυχής της ηρωΐδας και τον ρυθμό σε ανάσες, εσωτερικό σθένος και πολλαπλές αποχρώσεις εκφράσεων. Αντίστοιχα, ο Έκτορας Λιάτσος συνέλαβε με ακριβές ένστικτο την άλλοτε υπόκωφη και άλλοτε υπερχειλίζουσα μελαγχολία του Ρωμαίου, αποδίδοντας με μέτρο τον μετεωρισμό από την υπερβολή του συναισθήματος στην δυσερμήνευτη αφαίρεση και θωρακίζοντας την κεντρική ιδέα που τον συνέχει, την αταλάντευτη προσήλωση στην αγάπη, μέσα από τα φίλτρα αυτής καθαυτής της ποίησης και όχι μιας γραμμικής ψυχαναλυτικής σκοπιάς. Ο Άρης Μπαλής υποστήριξε με ερμηνευτική θέρμη και καταφατική αύρα τον Μπενβόλιο, ενώ ο Γιάννης Κλίνης ισορρόπησε ανάμεσα στις αντικρουόμενες πτυχές του Μεκρούτιου: την ορμητική νεανική φύση, τον άκρατο ερωτισμό, την επιθετική φύση, αλλά και την μαεστρική θυμοσοφία. Η Ρένη Πιττακή σμίλεψε την Νένα ως μια φιγούρα με ενορατική δύναμη, μαζί γήινη και μεταφυσική, ιλαρή και σκοτεινή. Ο Γιάννης Νταλιάνης ενσάρκωσε το σκληρό πρόσωπο του πατριαρχικού κατεστημένου με τρόπο που να δημιουργεί αναφορικότητα σε σχέση με την κοινή εμπειρία, σε αγαστή σύμπλευση με την απόδοση της Άννας Καλαϊτζίδου στον ρόλο της κυρίας Καπουλέτου. Ο Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης ως πατέρας Λαυρέντιος ενδύθηκε μια αμφίπλευρη μορφή που κινείται ανάμεσα στην λυτρωτική αποστολή και στην επίσπευση του τραγικού. Το υπόλοιπο σύνολο (Γιώργος Γιαννακάκος, Αντώνης Κολοβός, Θάνος Κόνιαρης, Γιάννης Κόραβος, Ρίτα Λυτού, Άρης Νινίκας, Μάνος Πετράκης, Χάρης Χαραλάμπους-Καζέπης, Γιάννης Χαρκοφτάκης) επέδειξε θαυμαστή διαθεσιμότητα στα κελεύσματα της σκηνοθετικής οδηγίας, με αποκορύφωμα την εξαιρετική χορογραφία στην χοροεσπερίδα των Καπουλέτων με την μηχανιστική κίνηση (Τάσος Καραχάλιος) και μια ηχητική δημιουργία μεταξύ μουσικής και νοηματοδοτημένου θορύβου (Γιώργος Πούλιος).