Το σκοτάδι που βγαίνει από το ίδιο το φως
Η επική τριλογία του Στρίντμπεργκ ανεβαίνει για πρώτη φορά στην Ελλάδα, σε μία τολμηρή παράσταση, ακολουθώντας τη δομή του ονείρου που θέλει ο συγγραφέας.
Διαβάζοντας τα τρία μέρη της τριλογίας «Προς Δαμασκόν» του Αυγούστου Στρίντμπεργκ, νιώθεις πως παραβιάζεις χώρο ιδιωτικό. Οι σελίδες τους δεν είναι απλώς συνδεδεμένες με την ιστορία της ζωής του συγγραφέα – είναι βγαλμένες από μέσα του και αποτυπώνουν τόσο ανάγλυφα τα διανοητικά και ψυχικά Πάθη του, που διαβάζοντάς τις νιώθεις ότι παραβιάζεις σελίδες που δεν θα έπρεπε να δουν ξένα μάτια. Μετά σκέφτεσαι ότι ο Στρίντμπεργκ δεν υπήρξε ποτέ ένας επαγγελματίας συγγραφέας, που κάθεται κάθε πρωί στο γραφείο του και, ακολουθώντας συγκεκριμένη ρουτίνα, δουλεύει το καινούργιο έργο του. Ήταν μια πυρέσσουσα συνείδηση που έγραφε, και δεν το έκρυβε, για τον εαυτό του, για τις σχέσεις του, για τον κόσμο γύρω του και για όσα κατά καιρούς εμμονικά τον απασχολούσαν, λες και μέσα από τη γραφή προσδοκούσε τη θεραπεία του Τραύματος της ύπαρξης.
Η βιογραφία του εξηγεί –και ξεκλειδώνει- πολλά. Έγραψε το πρώτο μέρος του «Προς Δαμασκόν» το 1898 (ολοκλήρωσε την τριλογία το 1901), αμέσως μετά το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα Ιnferno (1896). Έχοντας χωρίσει από τη δεύτερη σύζυγό του, οικονομικά καταστραμμένος, βρέθηκε στα δόντια της ψυχασθένειας που συχνά τον βασάνιζε με φάσεις βαριάς κατάθλιψης και παρανοϊκά επεισόδια (παραισθήσεις, εμμονές, αίσθημα καταδίωξης κοκ). Η ανέχεια, το αψέντι και οι μεταφυσικές αγωνίες του τον οδήγησαν σε αλχημικά πειράματα και μυστικιστικές αναζητήσεις, που συναντάμε και στα, μεταξύ μυθοπλασίας και βιογραφίας, επεισόδια του «Προς Δαμασκόν». Μηδέν αμιγές αφού η Κόλαση που πέρασε τον οδήγησε στην πειραματική γραφή της Post-Inferno περιόδου: στα, πριν τον εξπρεσιονισμό, με σαφείς επιρροές από τον συμβολισμό, εξπρεσιονιστικά έργα του, «Προς Δαμασκόν» και «Ονειρόδραμα».
Είναι διαφωτιστικό το εισαγωγικό σημείωμα του Στρίντμπεργκ στο Ονειρόδραμα (μια που πολλά από κείμενά του – μεταξύ των οποίων και το Ημερόλογιο που άρχισε να κρατάει το 1896 έως το 1908- δεν έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά):
«Στο ονειρόδραμα αυτό, ο συγγραφέας, όπως και στο προγενέστερο ονειρόδραμά του με τον τίτλο Προς τη Δαμασκό, δοκίμασε να μιμηθεί την ασυνάρτητη αλλά, τελικά με διάφανη λογική, μορφή του ονείρου. Όλα μπορούν να συμβούν, όλα είναι δυνατά και πιθανά. Χρόνος και χώρος δεν υπάρχουν. Πάνω σε μια ασήμαντη βάση πραγματικότητας η φαντασία απλώνεται και υφαίνει νέα πρότυπα: ένα μείγμα από αναμνήσεις, εμπειρίες, ελεύθερες φαντασιώσεις, παραλογισμούς και αυτοσχεδιασμούς. Τα πρόσωπα αντικαθιστούν το ένα το άλλο, εξανεμίζονται, συμπυκνώνονται, διασκορπίζονται, συναρμολογούνται. Υπάρχει μια συνείδηση, όμως, που ενώνει όλα αυτά: είναι η συνείδηση εκείνου που ονειρεύεται. Γι’ αυτόν δεν υπάρχουν μυστικά, ανακολουθίες, ενδοιασμοί και νόμοι. Ούτε καταδικάζει, ούτε αθωώνει, απλώς συσχετίζει. Κι επειδή το όνειρο τις πιο πολλές φορές είναι οδυνηρό και σπάνια ευχάριστο, ένας υπόκωφος τόνος μελαγχολίας και οίκτου για όλους τους θνητούς, συνοδεύει τις ταλαντεύσεις της αφήγησης. Ο ύπνος αντί να λυτρώνει αυτόν που ονειρεύεται, συχνά τον βασανίζει […]» (από το πρόγραμμα της παράστασης «Ονειρόδραμα» του Αμφί_Θεάτρου, 1994).
Το παράδοξο είναι ότι η μοντερνιστική γραφή του «Προς Δαμασκόν» έχει μια βασική επιρροή, τα μεσαιωνικά Stationendrama, τα λειτουργικά δράματα που αναπαριστούσαν σε επεισόδια γραμμικής εξέλιξης τα Πάθη του Χριστού. Μια μορφική ανάλυση του έργου δεν είναι δυνατή εδώ αλλά έχει ενδιαφέρον να δει κανείς πώς δομεί ο συγγραφέας το πρώτο μέρος (το οποίο αρχικά ο Στρίντμπεργκ συνέλαβε ως αυτόνομο έργο): τα επεισόδια, που διαδραματίζονται σε διαφορετικό μέρος, διαδέχονται το ένα τ’ άλλο μέχρι που ο κεντρικός ήρωας βρίσκεται στο άσυλο (Γ΄ Πράξη, 2η σκηνή). Μετά από τη σκηνή αυτή, τα επεισόδια ακολουθούν ακριβώς αντίστροφη πορεία και ο ήρωας επιστρέφει σε καθένα από τα προηγούμενα μέρη, έτσι ώστε το τελευταίο επεισόδιο να εξελίσσεται στο αρχικό σημείο.
Ιδέες και πρόσωπα του πρώτου μέρους επανέρχονται και στα άλλα δύο. Ο Άγνωστος (ο συγγραφέας), ψάχνοντας να βρει το νόημα της ύπαρξης, πέφτει από την μια απελπισία στην άλλη, ξανασηκώνεται, αναθαρρεύει, πιστεύει (στη σωτηρία της αγάπης, της Γυναίκας ή του Θεού) και μετά πάλι βυθίζεται στην έσχατη απόγνωση, ως την τελική λύτρωση (;) που προσφέρει η κατάφαση στο «γλυκύτερο και πικρότερο» που είναι η ζωή. Ο Στρίντμπεργκ αποδέχεται το σκοτάδι που βγαίνει από το ίδιο το φως και αφήνει τα τελευταία λόγια σ’ αυτούς που έχουν σωθεί μέσω της πίστης, τον εξομολόγο και τους χορωδούς.
Παρότι ο τίτλος της τριλογίας παραπέμπει στις Επιστολές του Παύλου και στις Πράξεις των Αποστόλων (στην μεταστροφή του Σαούλ από διώκτη των χριστιανών σε απόστολο του Κυρίου, μετά από θεοφάνεια στο δρόμο προς τη Δαμασκό), τα τρία έργα είναι γεμάτα από αποσπάσματα της σκληρής και εκδικητικής Παλαιάς Διαθήκης. Ο συγγραφέας από μικρός μελετούσε τη Βίβλο και, προφανώς, παρά τα πολλά που διάβασε, έμαθε, έζησε στην πορεία της ζωής του, δεν λυτρώθηκε ποτέ από την ιδέα του Πεπτωκότος Αγγέλου, του Προαπατορικού Αμαρτήματος και της κείνης της τρομερής αρχικής κατάρας του Θεού προς τους πρωτόπλαστους: […] καὶ τῇ γυναικὶ εἶπε· πληθύνων πληθυνῶ τὰς λύπας σου καὶ τὸν στεναγμόν σου· ἐν λύπαις τέξῃ τέκνα, καὶ πρὸς τὸν ἄνδρα σου ἡ ἀποστροφή σου, καὶ αὐτός σου κυριεύσει.
τῷ δὲ Ἀδὰμ εἶπεν· ὅτι ἤκουσας τῆς φωνῆς τῆς γυναικός σου καὶ ἔφαγες ἀπὸ τοῦ ξύλου, οὗ ἐνετειλάμην σοι τούτου μόνου μὴ φαγεῖν, ἀπ᾿ αὐτοῦ ἔφαγες, ἐπικατάρατος ἡ γῆ ἐν τοῖς ἔργοις σου· ἐν λύπαις φαγῇ αὐτὴν πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς σου· ἀκάνθας καὶ τριβόλους ἀνατελεῖ σοι, καὶ φαγῇ τὸν χόρτον τοῦ ἀγροῦ. […] (Γένεσις 3.16-19).
Η Ρούλα Πατεράκη, τολμηρή και άλλοτε στις επιλογές της, παρουσίασε και τα τρία έργα ακολουθώντας τη δομή του ονείρου που θέλει ο συγγραφέα. Την πρόσεγγίσή της υπηρέτησε έξοχα το αφαιρετικό, λαβυρινθώδες, σκηνικό της Εύας Μανιδάκη. Η υπερυψωμένη σκηνική εγκατάσταση σχημάτιζε μικρούς ‘υπόγειους’ χώρους στους οποίους χάνονταν (και από τους όποιους άλλοτε εμφανίζονταν) τα πρόσωπα, μικρούς διαδρόμους, γέφυρες που δεν χρησίμευαν σε τίποτα. Στην πραγματικότητα η γκρίζα κατασκευή αποτελεί την σκηνογραφική μεταγραφή των διανοητικών, συναισθηματικών μεταφυσικών βασάνων του ήρωα. 5 σειρές φώτων (από 12 φώτα η κάθε μία), διαμόρφωναν ένα φωτιστικό ορθογώνιο στο κέντρο της σκηνής που, άλλοτε πλήρως άλλοτε εν μέρει φωτισμένο, διαμόρφωναν έξοχες ατμόσφαιρες (σε συνδυασμό με τα άλλα 12, όμοια, φώτα αριστερά και δεξιά της σκηνής). Έπαινοι στον Γιώργο Δρακουλαράκο που σχεδίασε τους φωτισμούς.
Η μουσική του Γιώργου Κουμεντάκη αποτελεί υπόδειγμα σύνθεσης μοτίβων και ήχων για θεατρική παράσταση –που υπηρετεί ιδανικά τόσο το έργο όσο και τη σκηνοθετική άποψη.
Η μόνη αδυναμία της παράστασης, που ωστόσο είναι κρίσιμη για την τελική εντύπωση, έχει να κάνει με τον άνισο θίασο. Ο Λάζαρος Γεωργακόπουλος δίνει μια σπουδαία ερμηνεία (στη τριάδα των καλύτερων φετινών, μαζί με τον Γιάννο Περλέγκα και τον Νίκο Χατζόπουλο), υπηρετώντας με αυταπάρνηση επί 3,5 ώρες την κόλαση του μυαλού του Στρίντμπεργκ. Στηρίζεται από την Κωνσταντίνα Τάκαλου στον ρόλο της Μητέρας και την Λουκία Μιχαλοπούλου στον ρόλο της Κυρίας. Και οι υπόλοιπες ηθοποιοί (Ευανθία Κουρμούλη, Ευρίκλεια Σωφρονιάδου, Δώρα Στυλιανέση) ανταποκρίθηκαν καλά στις απαιτήσεις της παράστασης, Αντιθέτως οι περισσότεροι άνδρες ήταν αδύναμοι. Ξεχωρίζουν μόνον ο Γιώργος Παπαπαύλου (που υποκριτικά γίνεται ολοένα και καλύτερος από την μία παράσταση στην άλλη) και ο Αλέκος Συσσωβίτης.
Στην αρχή σκέφτηκα ότι το έργο θα μπορούσε να κοπεί ώστε να απαλειφθούν οι περιττές επαναλήψεις σημείων και σκηνών. Αλλά, σε δεύτερη σκέψη, κατέληξα ότι ο εφιάλτης έχει αυτήν ακριβώς τη μορφή, όπως και οι εμμονές και οι νευρώσεις μας. Η μορφή του έργου αντιστοιχεί τέλεια στο περιεχόμενό του (κι ας μας κουράζει λίγο).
Πρώτη δημοσίευση: www.lifo.gr, 18/05/2016
http://www.lifo.gr/print/theater_feature/101027