Πολλές και ενδιαφέρουσες οι χορογραφικές και επιτελεστικές καταθέσεις στο φετινό, 22ο Διεθνές Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας, με τη φροντίδα της νέας καλλιτεχνικής του διευθύντριας, της Κατερίνας Κασιούμη. Η Καλαμάτα, άλλωστε, διαθέτει ένα εξαιρετικό Μέγαρο Χορού που προσφέρεται για πολλαπλές δράσεις: Κεντρική Αίθουσα, Στούντιο, ταράτσα, φουαγιέ, εξωτερικοί χώροι που όλοι τους φιλοξένησαν από μεγάλα μπαλετικά σύνολα στην κεντρική σκηνή έως προβολές ντοκυμαντέρ πάνω στον χορό σε ημιστεγασμένο μέρος του προαύλιου, ιδιαίτερα φροντισμένου, χώρου.
Μια από τις πιο ολοκληρωμένες παραστάσεις, ήταν η ευφυής χορογραφικά κατάθεση του ταλαντούχου Χρήστου Παπαδόπουλου που κατά τη γνώμη μου ξεχώρισε όχι μόνο για την αρτιότητα της εκτέλεσης αλλά και για την ανάδειξη της ίδιας της δομής της σε ολοκληρωμένη δραματουργία.
Το «Opus» παραπέμπει στην κλασική μουσική με τη γνωστή αυστηρή της δομή και σύνθεση. Και πράγματι, η μουσική που συνόδευε την παράσταση ήταν του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, ένα κουαρτέτο πνευστών και εγχόρδων που ακολουθούσαν απόλυτα αυστηρή δομή που απέδιδαν ζωντανά στο πλάι της σκηνής τέσσερις μουσικοί, σε μουσική επεξεργασία του Κορνήλιου Σελαμσή.
Η ευφυία του χορογράφου έγκειται στο ότι επέλεξε αυτό το κομμάτι εικονοποιώντας το μέσα από τα σώματα των τεσσάρων χορευτών του όχι μόνο ως σύνθεση αλλά, πρωτίστως, αποδομώντας το και αναδεικνύοντας τον ρόλο του κάθε μουσικού οργάνου χωριστά, ταυτίζοντάς το με το σώμα ενός εκάστου χορευτού.
Η είσοδος γίνεται με το βιολί (Ευγένιος Ζημπάι) καθώς ο χορευτής βρίσκεται σε εμβρυακή θέση πάνω στο δάπεδο της σκηνής. Το σώμα αρχίζει να ξυπνά με τον ήχο του βιολιού, αντιδρώντας με απειροελάχιστες κινήσεις πρώτα με το κεφάλι, σταδιακά με τα χέρια, τους ώμους, τα πόδια, τη λεκάνη έως ότου βρεθεί όρθιος. Σε μια διαδικασία αναδόμησης. Ένας εξαιρετικός χορευτής, ο Γιώργος Κοτσιφάκης, δεσμεύει με την αρτιότητα της τεχνικής του το βλέμμα του θεατή.
Αμέσως μετά, ο φωτισμός κατευθύνει το βλέμμα πίσω και κέντρο όπου ένας δεύτερος χορευτής, ο άρτιος Ερμής Μαλκότσης, εισέρχεται με τις ίδιες στάσεις και εξέλιξη κινησιολογίας ακολουθώντας τώρα αυτός την είσοδο του βιολοντσέλου (Έλλη Φιλίππου) που αντικαθιστά μουσικά το βιολί, κάνοντάς το να σωπάσει. Εδώ, ωστόσο, οι κινήσεις γίνονται ακόμη πιο αργές, υπακούοντας στον πιο μπάσο ήχο και ρυθμό του βιολοντσέλου.
Η είσοδος του φλάουτου (Ναυσικά Τσάρα) εισάγει την Μαρία Μπρέγιαννη, σε όρθια στάση, να ακολουθεί με τη σειρά της τους ήχους με ανεπαίσθητες κινήσεις που ωστόσο ακολουθούν διαφορετική λογική από εκείνες των προηγούμενων χορευτών. Τέλος, το μπάσο κλαρινέτο (Κώστας Τζέκος) εισέρχεται τελευταίο στη σύνθεση εισάγοντας την καίρια στις κινήσεις της Αμαλία Κοσμά, επίσης σε όρθια στάση.
Η απόλυτα δομημένη χορογραφία κινεί πλέον τα σώματα ως άψυχες μαριονέτες στον ρυθμό του κάθε οργάνου με μόνη εξαίρεση το έντονα φορτισμένο βλέμμα των ορθάνοιχτων ματιών που προσπαθεί να επικοινωνήσει με τους θεατές ενώ το υπόλοιπο πρόσωπο μένει ανέκφραστο. Στην εξέλιξη, το κάθε σώμα κινείται απαλά ή έντονα ανάλογα με το όργανο στο οποίο αντιστοιχεί. Ακινητοποιείται όταν το όργανό του σιωπά, εισέρχεται στον κινησιακό κανόνα με την είσοδο του οργάνου του. Γίνονται ορατές μουσικές συστοιχίες, μικρές συμφωνίες ή και αντιστίξεις μεταξύ των οργάνων μέσω της οπτικής εκδοχής που προσφέρουν τα σώματα: δύο ή τρία σώματα ακολουθούν την ίδια κινησιολογία καθώς τα όργανά τους συμπλέουν στο ίδιο μουσικό μοτίβο ενώ τα άλλα δύο ή το τέταρτο ακολουθεί τη δική του μελωδική παρτιτούρα. Άλλοτε πάλι, όλα μαζί κινούνται στην ίδια ρυθμική αγωγή δημιουργώντας μια χορογραφία συνόλου.
Ο Χρήστος Παπαδόπουλος δεν επιδιώκει την πλαστικότητα του κλασικού μπαλέτου ή κάποιων σύγχρονων χορογραφιών αλλά ούτε και την άρρυθμη μετακίνηση του χορευτή στον χώρο ως προσπάθεια κατάλυσης της χορευτικής αρμονίας. Εκμεταλλεύεται πρώτιστα τα γωνιώδη που δημιουργεί το σώμα με τους κλειστούς αγκώνες, οι βραχίονες με τις κεκλιμένες παλάμες, τα λυγισμένα γόνατα ή οι γάμπες με τα πέλματα ˙ ακόμη, εκμεταλλεύεται τη γωνιώδη σχέση του στραμμένου προς τα πάνω κεφαλιού με τον λαιμό ή τη γωνία που δημιουργεί ο κεκλιμένος λαιμός με τους μυς των ώμων. Συναντά, έτσι, θεατρικές πρακτικές όπως αυτή του Τερζόπουλου ή, αμυδρά, το όραμα της Εύας Σικελιανού για τον Χορό του Αρχαίου Δράματος.
Όπως γράφει και ο ίδιος στο σημείωμά του στο Πρόγραμμα του Διεθνούς Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας, στόχος της παράστασης είναι «να αποδεσμευτεί από την αφηγηματικότητα, από την τάση για ερμηνεία, και να καταπιαστεί με τον ίδιο τον πυρήνα της μουσικής αντιμετωπίζοντάς την ως πολύπλοκο και δομημένο σύνολο ήχων». Και αυτό το πετυχαίνει απόλυτα. Πετυχαίνει, όμως, ταυτόχρονα, εκτός από το άρτιο αισθητικό αποτέλεσμα που προσφέρει μια ιδιαίτερα δύσκολη στην εκτέλεσή της κινησιακή παρτιτούρα, να δημιουργήσει «νόημα» στους ήχους των μουσικών οργάνων και, εν τέλει, να συν-κινήσει τον θεατή μέσω μιας ευφυέστατης σύλληψης και υλοποίησης. Μια από τις ωραιότερες στιγμές του Φεστιβάλ.
Οι φωτισμοί ήταν του χορογράφου μαζί με τον Στέφανο Δρουσσιώτη ενώ τα λιτά αλλά προσεγμένα στις λεπτομέρειες κοστούμια της Κλαιρ Μπρέισγουελ. Οι φωτογραφίες είναι του Πάτροκλου Σκαφιδά.
Πρώτη δημοσίευση: «The Greek Play Project», 16/08/2016