Το Premio Europa per il Teatro είναι ίσως ο σημαντικότερος θεσμός για το Ευρωπαϊκό Θέατρο παρά το γεγονός πως διανύει μια «δύσκολη» περίοδο. Η πρώτη του διοργάνωση πραγματοποιήθηκε το 1987, ως ένα πρόγραμμα που είχε προταθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τον Jacques Delors, με την υποστήριξη και τη συνδρομή της Μελίνας Μερκούρη και του Jacques Lang που τότε ήταν Υπουργός Πολιτισμού της Γαλλίας (και τώρα πρόεδρος του Βραβείου). Ήταν η εποχή που η Ευρώπη έβαζε τα θεμέλια της και προσπαθούσε να δημιουργήσει θεσμούς αλλά και δεσμούς ενότητας και συνδημιουργίας, να καλλιεργήσει το αίσθημα της κοινής καταβολής και της κοινής πολιτιστικής «γλώσσας».
Οι πρώτες εννέα διοργανώσεις του πραγματοποιήθηκαν στην Ταορμίνα, η 10η στο Τορίνο, οι δύο ακόλουθες στη δική μας Θεσσαλονίκη με την υποστήριξη του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, η 13η στο Βρότσλαβ της Πολωνίας, η 14η στην Αγία Πετρούπολη και η πιο πρόσφατη δύο χρόνια πριν στην Κραϊόβα της Ρουμανίας. Φέτος, το Βραβείο επέστρεψε στην Ιταλία, στην Ρώμη. Το πρόγραμμα, σαφώς λιγότερο πλούσιο από τις περασμένες διοργανώσεις, περιελάμβανε συναντήσεις με τους καλλιτέχνες, παρουσιάσεις δράσεων, παράλληλες συναντήσεις και φυσικά παραστάσεις. Παραστάσεις όχι μόνο των βραβευμένων αλλά και Returns, δηλαδή καλλιτεχνών που είχαν βραβευτεί στο παρελθόν.
Περίπου 500 άνθρωποι του θεάτρου έδωσαν το παρών: καλλιτέχνες, θεωρητικοί, κριτικοί θεάτρου (δυναμική η παρουσία της Ελληνικής Ένωσης Κριτικών Θεάτρου και Παραστατικών Τεχνών), δημοσιογράφοι, σπουδαστές αλλά και απλοί θεατές.
Οι εκδηλώσεις του ξεκίνησαν την Τρίτη 12 Δεκεμβρίου και ολοκληρώθηκαν την Δευτέρα 18 Δεκεμβρίου με την τελετή απονομής του μεγάλου Βραβείου Θεάτρου που μοιράστηκαν ο Jeremy Irons και η Isabelle Huppert (η οποία είχε γράψει φέτος και το μήνυμα για την παγκόσμια ημέρα θέατρου). Οι δύο σπουδαίοι ηθοποιοί που βραβεύτηκαν συνολικά για την προσφορά τους στο θέατρο και τον κινηματογράφο, στον αντίποδα των παραστάσεων που παρουσιάστηκαν στη διάρκεια του εορταστικού αυτού επταημέρου παρουσίασαν το Τέφρα και σκιά του Πίντερ υπό μορφή αναλογίου, βασισμένοι στον λόγο.
Ειδικό βραβείο δόθηκε στον δικό μας Δημήτρη Παπαϊωάννου – αν και πιστεύω ότι το βραβείο αυτό και καθυστερημένα ήρθε, καθώς ο καλλιτέχνης έχει υπάρξει επί σειρά ετών υποψήφιος αλλά και γιατί η δουλειά του είναι τέτοια που θα δικαιολογούσε ένα Μεγάλο Βραβείο Θεάτρου. Η παρουσίασή του έγινε το Σάββατο 16 Δεκεμβρίου στις 15.00 το μεσημέρι από την ιταλίδα Marinella Guatterini, με μια οργάνωση πολύ κακή και άκομψη για τον καλλιτέχνη (προβλήματα μετάφρασης αλλά και τεχνικά προβλήματα με τα βίντεο), που ωστόσο στάθηκε αξιοπρεπέστατος και ουσιαστικός ενώ παρουσίασε εξαιρετικά δείγματα της δουλειάς του σε βίντεο. Θέλω να πω όμως πόσο μοναχική ήταν αυτή η παρουσίαση όταν όλοι οι άλλοι τιμώμενοι είχαν καταφθάσει με πολυπληθείς ομάδες ανθρώπων (καλλιτεχνών, κριτικών και θεωρητικών) για να παρουσιάσουν τη δουλειά τους.
Ειδικό βραβείο απονεμήθηκε επίσης στον νιγηριανό βραβευμένο με νόμπελ (1986) συγγραφέα Wole Soyinka για τον τρόπο που μας προκάλεσε να ξαναδούμε τη σχέση Γηραιάς Ηπείρου και Αφρικής και ειδική μνεία στον Τυνήσιο σκηνοθέτη Fadhel Jaibi για τον τρόπο που διατήρησε το κριτικό πνεύμα και την ανεξαρτησία της τέχνης σε δύσκολους καιρούς.
Ομολογώ πως παρακολουθώντας τις εκδηλώσεις και τις παραστάσεις σε αυτήν την υπέροχη πόλη όπου η ομορφιά σε κατακλύζει και σε καθορίζει, κάθε μέρα ήμουν όλο και πιο προβληματισμένη, όλο και πιο σκεφτική σε σχέση με το τί σημαίνει σήμερα ευρωπαϊκό θέατρο αλλά και τη σχέση του με το δικό μας, το ελληνικό που παρά τις αξιέπαινες προσπάθειες κάποιων φορέων ή μεμονωμένων προσώπων παραμένει ακόμα ουσιαστικά ένας άγνωστος.
Κυρίως θα σταθώ στις παραστάσεις. Τα βραβεία Νέες Πραγματικότητες δόθηκαν σε έξι σκηνοθέτες – σχήματα και οι οποίοι ως επί το πλείστον παρουσίασαν δείγματα της δουλειάς τους, εκτός από τον πολυβραβευμένο Σλοβένο σκηνοθέτη Jernei Lorenci που ο αναπάντεχος θάνατος του πρωταγωνιστή του έκανε αδύνατη την πραγματοποίηση της παράστασης Βασιλιάς Υμπύ που ήταν προγραμματισμένη αλλά και τον Kirill Serebrennikov, καλλιτεχνικό διευθυντή του θεάτρου Gogol στη Μόσχα, πολύπλευρου καλλιτέχνη με μια πολύ ισχυρή παρουσία που εκτείνεται από τη σκηνοθεσία ως τη συγγραφή, τη διδασκαλία, τη σκηνογραφία, την αρχιτεκτονική νέων θεατρικών χώρων.
Ο Alessandro Sciarroni είναι Ιταλός καλλιτέχνης ενεργός στον τομέα των παραστατικών τεχνών και στη θεατρική έρευνα. Εργάζεται σε μουσεία, θέατρα, αντισυμβατικούς και ανεπάντεχους χώρους, συνεργάζεται με καλλιτέχνες από διαφορετικές πειθαρχίες. Στην Ρώμη ήρθε με μία παράσταση του 2013, με τίτλο Άτιτλο_ Θα είμαι εκεί όταν θα πεθάνεις όπου τέσσερις περφόρμερ παίζουν κορίνες επί πενήντα περίπου λεπτά. Ξεκινούν ο καθένας μόνος του και μέσα σε μια ακριβή χορογραφημένη κίνηση αναπτύσσεται η μεταξύ τους σχέση και οι κορίνες συνεχώς πληθαίνουν ενώ οι ασκήσεις τους γίνονται όλο και πιο περίπλοκες. Την παράσταση ακολούθησε μεγάλος προβληματισμός αφού έθεσε έντονα το ζήτημα εάν αρκεί η δεξιοτεχνία και η ακρίβεια εκτέλεσης των ασκήσεων μετά μουσικής να μετατρέψουν αυτό που βλέπαμε επί σκηνής σε παράσταση θεατρική. Κατά τη γνώμη μου όχι.
Η ομάδα με το παράδοξο όνομα NO99 από την Εσθονία, ιδρύθηκε το 2005 στο Ταλίν από την εικαστικό Ene-lIIS Semper και τον σκηνοθέτη θεάτρου Tiit Ojasoo και έναν σταθερό θίασο δέκα ηθοποιών. Η ονομασία τους προέρχεται από την απόφασή τους να κάνουν 99 παραγωγές και στη συνέχεια να διαλυθούν, ― βρίσκονται δηλαδή σε ένα συνεχές countdown. Η παράσταση που μας παρουσίασαν ήταν η Νο43 με τον τίτλο Filth (δηλαδή Βρώμα). Εννιά άνθρωποι επί σκηνής – μια περιφραγμένη σκηνή καλυμμένη με λάσπη – που θέλουν να είναι ο εαυτός τους και ό,τι αυτός αντιπροσωπεύει σε μια αρκετά απαισιόδοξη προσέγγιση, μια συμπύκνωση της ανθρωπότητας: άνθρωποι οργισμένοι, απελπισμένοι, ματαιομένοι που όπως υποστηρίζουν οι δημιουργοί όταν σηκώνονται από την λάσπη δεν βλέπουν τα αστέρια αλλά άλλους ανθρώπους γεμάτους οργή. Αυτό το παιχνίδι των σχέσεων είχε ενδιαφέρον μέχρι τη στιγμή που ο λόγος προστέθηκε (περίπου 15-20 λεπτά μετά την έναρξη). Ένας αποσπασματικός, τετριμμένος λόγος που εξαντλείται σε σεξουαλικά προστάγματα και εκχυδαϊσμούς.
Η Yael Ronen, γόνος οικογένειας θεατρικής, είναι ισραηλινή που ζει και εργάζεται σταθερά στη Γερμανία, τα τελευταία χρόνια στο θέατρο Gorki του Βερολίνου. Το θέατρό της μιλά κυρίως για θέματα ταυτότητας και διαφορετικότητας, σαφώς επηρεασμένο από τις καταβολές της μπολιασμένο ωστόσο με την γερμανική πρακτική. Στη Ρώμη ήρθε με την τελευταία της παραγωγή Roma Armee, μια σπονδυλωτή παράσταση για τους Ρομά με κείμενα επιφανειακά συγκινησιακά, αρκετά φλύαρα και αβαθή.
Η γερμανίδα Susan Kennedy εργάζεται και αυτή στο Βερολίνο (στo Vokkshbuhne) και οι παραστάσεις της έχουν τον χαρακτήρα εικαστικών εγκαταστάσεων. Το 2013 το έγκυρο γερμανικό περιοδικό Theater Heute την είχε ανακηρύξει ως η Πιο Υποσχόμενη σκηνοθέτις του έτους. Οι Αυτόχειρες Παρθένες που παρουσίασε – με πολλά τεχνικά προβλήματα – είναι βασισμένες στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Jeffrey Eugenides όπου πέντε αδελφές οδηγούνται στην αυτοκτονία λόγω της απομόνωσης που τους έχουν επιβάλλει οι γονείς τους. Μια ζωντανή εικαστική εγκατάσταση, ηθοποιοί με μάσκες, συνεχείς πολλαπλές προβολές, μια νεαρή σε γυάλινο φέρετρο να θυμίζει τη Χιονάτη, μετωπικό παίξιμο, χωρίς την ανάπτυξη σχέσεων μεταξύ των ηθοποιών, αποσπασματική χρήση του κειμένου, έλλειψη κάθε συναισθήματος, προφανείς αναφορές στο θεϊκό στοιχείο είναι τα βασικά συστατικά της παράστασης.
Οι «Επιστροφές» επίσης προβλημάτισαν. Με μια τέτοια παράσταση ξεκίνησε η διοργάνωση το βράδυ της Τρίτης στο Teatro Argentina του Teatro di Roma, στο Largo di Torre Argentina, το μέρος που δολοφονήθηκε ο Ιούλιος Καίσαρας το 44 μ.Χ. Ήταν ο σαιξπηρικός Βασιλιάς Ληρ από τον Giorgio Barberio Corsetti που είχε τιμηθεί με το Βραβείο Europa Realtà Teatrali στη δεύτερη κιόλας διοργάνωση. Ο 67χρονος σήμερα δημιουργός είναι ένας από τους σημαντικότερους Ιταλούς σκηνοθέτες της χώρας του με αξιόλογη διεθνή καριέρα. Χαρακτηριστικό της εργασίας του στο θέατρο είναι η συνύπαρξη του ζωντανού ηθοποιού επί σκηνής με τις προβολές. Ο Βασιλιάς του όμως ουδόλως κέρδισε το κοινό, αφού παρά τις καλές προθέσεις ήταν μια άρρυθμη παράσταση με μέτριες ερμηνείες.
Με Σαίξπηρ επέστρεψε και ο Πέτερ Στάιν και συγκεκριμένα τον Ριχάρδο Β΄ με την Magdalena Crippa στον ομώνυμο ρόλο. Μια καθαρή παράσταση στηριγμένη στον λόγο που όμως έσπασε το ρεκόρ αποχωρήσεων αφού μεγάλο μέρος του κοινού της την εγκατέλειψε στη διάρκεια των τριών ωρών που διαρκούσε.
Ο Ουίλσον παρουσίασε με τους σπουδαστές της δραματικής σχολής Silvio d’ Amico την θρυλική πια παράσταση HamletMachine (1886) έργο καρπό της φιλίας του σκηνοθέτη και του συγγραφέα Xάινερ Μύλλερ που γνωρίστηκαν το 1977 και που συνδέθηκαν ουσιαστικά και πολύ γόνιμα. Μια παράσταση με τον ενθουσιασμό των νέων ηθοποιών, με την άψογη αισθητική της εικόνας του Ουίλσον που ήρθε να μας υπενθυμίσει τις επιρροές του σύγχρονου θεάτρου και της αισθητικής του έως ένα βαθμό.
Συζητήσεις και κυρίως σκέψεις ακολούθησαν όλες αυτές τις παραστάσεις και τις συναντήσεις. Τελικά τι είναι αυτό που σήμερα θεωρούμε σύγχρονο θέατρο; Μήπως πια πρώτα φτιάχνεται μια παράσταση και μετά σημασιοδοτείται, ανοιχτή και ελαστική σε άπειρες (ή και καμία) ερμηνείες; Πόσο ελαστικά είναι τα όρια της θεατρικής πρακτικής; Έχει χαθεί η ποίηση από τη σκηνή; Είναι a priori καταδικασμένη ως παρωχημένη μια παράσταση που στηρίζεται στον λόγο, στην αφήγηση μιας ιστορίας και στον ηθοποιό; Το σύγχρονο θέατρο στηρίζεται στην ανάγκη να εκφράσει την αγωνία του ανθρώπου σε έναν κόσμο που θεωρεί άδικο; Είναι μια κοινή γλώσσα αυτή που αναπτύσσεται; Αυτές οι δοκιμές μήπως είναι ενδεικτικές μιας μεγάλης αμηχανίας; Σε πόσο μεγάλη αντιδιαστολή βρίσκονται οι τιμημένοι με το Μεγάλο Βραβείο που είναι ηθοποιοί-τεχνίτες, γοητευτικές παρουσίες επί σκηνής, ατμοσφαιρικοί ηθοποιοί που δουλεύουν πάνω στο λόγο και οι καλλιτέχνες των βραβείων Νέας Πραγματικότητας που παρουσιάζουν κυρίως θεάματα εικαστικά, εγκαταστάσεις ζωντανές με αποσπασματικό φθαρμένο, παραποιημένο ή καθόλου λόγο, ηθελημένα αμφιλεγόμενες σχέσεις επί σκηνής και ανάδειξη μιας εκβιασμένης αγριότητας; Πόσο μακριά βρίσκεται επίσης ποίηση των παραστάσεων του Παπαϊωάννου;
Το ελληνικό θέατρο είναι αποδέκτης όλων αυτών των τάσεων τις οποίες τις έχουμε δει και σε εγχώρια εγχειρήματα, όχι λιγότερο καλά ενίοτε. Παρόλα αυτά πιστεύω ότι πρόκειται για μια γόνιμη αμφισβήτηση των ορίων και δοκιμή τους, μια αντανάκλαση μιας εποχής σε κρίση που αμφισβητεί τα πάντα και κυρίως τον εαυτό της. Μια «αίρεση» από την οποία το θέατρο θα ξαναβγεί αλώβητο θέτοντας τους νέους του όρους.
Πρώτη δημοσίευση: «The Greek Play Project», 27/12/2017
http://www.greek-theatre.gr/public/gr/greekplay/index/pointviewview/1416