Μια ωραία ευκαιρία για την «Ειρήνη»
Η αριστοφανική «Ειρήνη» που παρουσιάζει φέτος το Εθνικό Θέατρο (σε μουσική του Νίκου Κυπουργού, λιμπρέτο του Δημοσθένη Παπαμάρκου και σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Αρβανιτάκη) είναι από τις παραστάσεις αυτές που σε ωθούν να ξεκινήσεις με μια ακλόνητη κατάφαση· με τη διαπίστωση, δηλαδή, πως και φέτος η πρώτη κρατική σκηνή της χώρας δείχνει αποφασισμένη να βάλει ένα τέλος σε πολυκαιρισμένες σκηνικές πρακτικές που είτε κατέληγαν σε ανέμπνευστα ανεβάσματα, είτε κακοποιούσαν τον κωμωδιογράφο (και μαζί την αισθητική και, ενίοτε, τη νοημοσύνη μας).
Χρειάζεται, μάλιστα, να σημειωθεί πως αν η περσινή «Λυσιστράτη» του Μαρμαρινού προκάλεσε τα αντανακλαστικά του κοινού, δίχασε και από πολλούς απορρίφθηκε, η φετινή «Ειρήνη» αποτελεί μια «mainstream» πρόταση, παρά τις εικασίες για το αντίθετο που -εύλογα από μια άποψη- γεννάει η παρουσία του Τζίμη Πανούση στο ρόλο του Τρυγαίου.
Είναι, επίσης, ενδιαφέρον το γεγονός πως οι δύο τελευταίες αριστοφανικές παραστάσεις του Θεάτρου ανέθεσαν τον πρωταγωνιστικό τους ρόλο σε δύο ιδιαίτερες περιπτώσεις δημιουργών, δυο «περσόνες» με έντονη σφραγίδα (η Λένα Κιτσοπούλου, θυμίζουμε, ήταν η περσινή Λυσιστράτη)· όμως -κι αυτό είναι το σημαντικό- δεν χτίστηκαν γύρω από αυτά τα «ονόματα» και έτσι δεν καταστρατηγήθηκε η αίσθηση συνόλου που (οφείλει να) διέπει μια παράσταση. Η εποχή του βεντετισμού έχει κανονικά παρέλθει από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα, άλλο αν θλιβερά απομεινάρια του παρατηρούνται ακόμη εδώ κι εκεί.
Όσον αφορά στην παράσταση, τώρα, αυτή αποτελεί το (ευτυχές) άθροισμα πολλών στοιχείων, που κάνει εντέλει τα πράγματα απλά μέσα στη συνθετότητά τους. Ο Νίκος Κυπουργός έγραψε ένα μουσικό έργο πολυσυλλεκτικό, που πατάει στα χνάρια του λυρικού θεάτρου, όσο και σε άλλα μουσικά μονοπάτια, που φέρει μέσα του πολλές αναφορές σε (Έλληνες κυρίως) συνθέτες και σε γνώριμα ακούσματα χωρίς να χάνει τη δική του πρωτότυπη ταυτότητα. Η σύνθεσή του συνομίλησε με το εμπνευσμένο λιμπρέτο του Δημοσθένη Παπαμάρκου που, όπως το ίδιο το αριστοφανικό έργο, κινήθηκε επιδέξια μεταξύ του κωμικού, της σάτιρας και του λυρισμού.
Ομοίως, η σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Αρβανιτάκη εκμεταλλεύτηκε όλα τα επιμέρους, τους έδωσε χώρο και χρόνο, χωρίς να παραγνωρίσει ούτε να υπερτονίσει κάποιο στοιχείο εις βάρος του άλλου. Η αίσθηση που κυριαρχεί στην παράσταση είναι αυτή της διαρκούς εναλλαγής: μεταξύ τραγουδιού και πρόζας, μεταξύ διάχυτου λυρισμού και -άκρως βωμολοχικού σε σημεία- χιούμορ (μια αισθητική αντίθεση πολύ ενδιαφέρουσα), μεταξύ γέλιου και συγκίνησης, μεταξύ διασκέδασης και περίσκεψης.
Η παράσταση κατάφερε, επίσης, να είναι αιχμηρή και σατιρική προς τα κακώς κείμενα (της Ελλάδας της κρίσης, αλλά και της Ελλάδας της μεταπολίτευσης) χωρίς να χρησιμοποιήσει χυδαίο χιούμορ και χωρίς να «ξεφωνίζει», όπως και να αναδείξει το έργο ως διαχρονικό, άρα επίκαιρο, χωρίς να χρειαστεί να καταφύγει, παρά ελάχιστα, σε αναχρονισμούς ή συγκεκριμένες αναφορές σε «πρόσωπα και πράγματα».
Ο Πανούσης ως Τρυγαίος αναμενόμενα πήρε πάνω του μεγάλο μέρος της σάτιρας και δικαιώθηκε: χιούμορ κάποτε στα άκρα και στα όρια της πολιτικής ορθότητας, αλλά εντέλει χωρίς να τα ξεπερνάει, σαρκασμός, αυτοσαρκασμός, νύξεις και «μπηχτές», ακόμη και αυτοσχεδιαστικές προσθήκες ίσως, όλα στη σωστή θέση και σε ισορροπία. Όμως δεν ήταν μόνον αυτός η παράσταση, αλλά εντάχθηκε σε ένα σύνολο σκηνών και ρόλων φροντισμένων ισάξια, παρόλο που κινήθηκαν σε ετερόκλιτα μονοπάτια. Με οδηγό και τη μουσική σύνθεση, η σκηνοθεσία πότε έδινε προβάδισμα στο πηγαίο κωμικό στοιχείο (όπως στις σκηνές του Τρυγαίου, της Τροφού [Ευαγγελία Καρακατσάνη] ή των θυγατέρων του Τρυγαίου [Βάσια Ζαχαροπούλου, Ελίτα Κουνάδη]), πότε έδειχνε τη σκεπτικιστική της διάθεση, με προεξάρχουσα τη σκηνή όπου ο Πόλεμος (Αιμιλιανός Σταματάκης) εξηγεί πολύ γλαφυρά γιατί η ανθρώπινη φύση είναι αυτή που του επιτρέπει να παίρνει τα ηνία, αλλά και με το χαρακτηριστικά προειδοποιητικό φινάλε, που άφησε μετέωρη την ευφορία για την επάνοδο της Ειρήνης, πότε άφηνε το λυρικό κομμάτι να κυριαρχήσει (χαρακτηριστικές οι σκηνές της Ειρήνης, που στην παράσταση απέκτησε φωνή και την υποδύθηκε η μεσόφωνος Ειρήνη Καραγιάννη).
Ναι, υπήρχαν και αδυναμίες σε αυτή την προσπάθεια να εναρμονιστούν τόσες παράμετροι σε ένα σύνολο: Η αίσθηση πως η μετάβαση από το τραγούδι στην πρόζα δεν ήταν το ίδιο εύκολη, αβίαστη για όλους τους ερμηνευτές· ή η «κοιλιά» που επέφερε στην παράσταση η δραματουργική αδυναμία του ίδιου του έργου: η απελευθέρωση της Ειρήνης διευθετείται ήδη στα μισά, έκτοτε η υπόθεση χαλαρώνει και προβλήματα ρυθμού ανακύπτουν. Η παράσταση δεν απέφυγε εντελώς το σκόπελο, αναμετρήθηκε όμως στα ίσια με αυτή την αδυναμία και εκεί μας χάρισε τη συγκινητικότερη σκηνή της – ένα φόρο τιμής στους μεγάλους συνθέτες μας, που πλέον κατοικούν στον ουρανό, όπως τα αστέρια που συνάντησε ο Τρυγαίος στο ταξίδι του.
Έπειτα, τα κοστούμια (Ελένη Μανωλοπούλου), αν και ομοιογενή στη χρωματική ακολουθία και σε γενικές γραμμές εμπνευσμένα ως πρόταση, δεν απέφυγαν τις επιμέρους αισθητικές ατυχίες, όπως αυτά του Χορού και του Πολέμου, ή η εικονική σκηνογραφία (3D Mapping) του Στάθη Μήτσιου δημιούργησε μεν μερικές ονειρικές εικόνες στην ορχήστρα της Επιδαύρου, θεωρώ όμως πως διακρίθηκε και από σχετική «φλυαρία». Αδυναμίες που στοιχίζουν, αν και όχι καθοριστικά, στο αποτέλεσμα της παράστασης, αλλά δεν αφαιρούν κάτι από την αξία της ως πρότασης επί των ανεβασμάτων του Αριστοφάνη.
Πρώτη δημοσίευση: “elculture”, 25/07/2017