Στο «μεταξύ»…
Η παράσταση Limbo παρουσιάστηκε στο θέατρο «Ακαδημίας Πλάτωνος» στο πολύ ενδιαφέρον φεστιβάλ ELΑΙώNAS festival. Η Φένια Παπαδόδημα σε ρόλο συγγραφέα, ηθοποιού και σκηνοθέτη, έδειξε πως μπορεί να κατασκευαστεί ένα καλλιτεχνικό σύμπαν που να χωράει όλη την πολυμορφία και πολυφωνία της θεατρικής δημιουργίας. Ο παραστασιακός της κόσμος λοιπόν τα είχε όλα, όλα εκείνα τα διακειμενικά και τα δια-καλλιτεχνικά στοιχεία που περιμένει κανείς να δει σε μια κατάσταση που δηλώνει limbo, που εννοιολογείται ως μια κατάσταση στο «μεταξύ».
Limbo, η άκρη των ορίων, προερχόμενο από το λατινικό limbus δηλώνει την άκρη της Κόλασης, το σημείο που δεν είσαι ακόμη εκεί, οδεύεις, αλλά μπορείς να κάνεις πίσω. Αυτό πραγματεύεται και όλο το κείμενο, σε μια ακατάπαυστη ακολουθία ατάκτως ειρημένων σκέψεων και παρελθοντικών αναλαμπών. Η ηθοποιός δηλώνει ευθύς εξαρχής βρικόλακας, ένας βρικόλακας που δεν έχει καταθέσει όμως και την τελευταία σταγόνα ζωής του στην κόλαση, ένας από αυτούς που αναζητεί σωτηρία στην αγγελική ζωή, κοντά στο φως, στο άληστο φως. Το κείμενο αφήνει πολλά περιθώρια ερμηνειών, λειτουργεί κυρίως αισθητηριακά με υπόρρητους τρόπους καθιστώντας την αποκωδικοποίηση του αρκούντως δύσκολη. Η δυσχέρεια αυτή στην ταυτοποίηση των λέξεων με τα σημαινόμενα τους, αλλά και των σκέψεων με τις περιγραφόμενες καταστάσεις δίνει την αίσθηση μιας – επιδιωκόμενης κατά πάσα πιθανότητα- α-χρονικότητας, α-χωρικότητας και α-συνειδησίας. Αυτή η έλλειψη δημιουργεί μια εξαιρετικά σαφή περιρρέουσα ατμόσφαιρα, όμως η υπερβολή στην «ασυναρτησία», φαίνεται να κρατάει, σε πολλές περιστάσεις, τον θεατή έξω από τα τείχη του κατανοητού.
Το σημείο limbo λοιπόν, που αν το πούμε το σημείο της ταραχής του «μεταξύ», φαίνεται να το βίωσαν έντονα και οι θεατές. Το κείμενο συνεχώς έτεινε τόσο στο κατανοητό, στο κοινώς εννοούμενο όσο και στο ακατανόητο, στον δυσλειτουργικό λόγο που δεν μοιράζεται πολιτισμικά, βάζοντας τους θεατές σε μια θέση ανάμεσα, να τείνουν κάπου αλλά να μην είναι ποτέ εκεί, στο τόπο του «αντιληπτού». Ένα βιβλίο της ρομαντικής τάσης του 20ου αιώνα έπαιξε μεγάλο ρόλο στην διαμόρφωση των σκέψεων της ηθοποιού, συνοψίζοντας σε μια γλώσσα λυρική και παρελθοντική πολλές από τις σκέψεις αυτές. Ο Αναδρομάρης της Αττικής του Δ. Καμπούρογλου υπήρξε το σημείο εκκίνησης αλλά και η γραμμή του τέλους της ζωής όπως την ονειρεύτηκε και όπως την είχε ζήσει μέχρι τότε αντίστοιχα. Παραλληλίζοντας την αναζήτηση της με την παλιά Αθήνα, την Αθήνα πριν την μεταμοντέρνα, αστική εκδοχή της, άφηνε να εννοηθεί ότι το φως υπήρχε κάπου-κάποτε, πως εμείς κλείσαμε τον διακόπτη και το ότι οι ερειπωμένες ζωές, οι ζωές των βρικολάκων, ενέχουν την επιλογή. Ο χρόνος όμως, μας λέει η ίδια, τελειώνει, το «μεταξύ» δεν κρατάει για πάντα, και αν θέλουμε να αλλάξουμε επιλογές δεν υπάρχει περιθώριο αναβολής. Μέσα σε αυτή την πραγματικά εσωτερική και εμφανώς προσωπική κατάθεση όμως, υπάρχει η καταγγελία, η οποία όπως όλα τα στοιχεία του κειμένου, δεν τίθεται ευθέως. Η καταγγελία αυτή αφορά σε αυτούς που μας έκαναν έτσι, που μας έβαλαν εμπόδια για να πέφτουμε συνεχώς, που δημιούργησαν την συνήθεια της πτώσης και της συνείδησης του βρικόλακα-καταναλωτή ενέργειας και μη.
Το κείμενο λοιπόν, υπήρξε αρκετά αποδομημένο και παρά τον λόγο ο οποίος κυριάρχησε, η μεταμοντέρνα οπτική της performance ήταν έντονη. Στον χώρο, ο οποίος όπως πληροφορούμαστε είναι ένα δωμάτιο ξενοδοχείου στο κέντρο της Αθήνας, υπήρχαν λίγα και λειτουργικά αντικείμενα. Ένας καναπές, ένα πιάνο, ένα σάζι και ένα- πολύ δημοφιλές στις performances- μικρόφωνο, υπήρξαν τα αντικείμενα του παραστασιακού σύμπαντος της Φένιας Παπαδοδήμα, που όμως πολύ γρήγορα γίνονταν υποκείμενα. Το πιάνο στην αριστερή πλευρά της σκηνής και το σάζι στην δεξιά, έκαναν μια, ίσως όχι εσκεμμένη, διχοτόμηση Δύσης και Ανατολής δημιουργώντας, ακόμη και οπτικά, μια κατάσταση στην οποία η ηθοποιός τοποθετούνταν ανάμεσα, που έπρεπε να συνδέσει τα δύο κομμάτια του τώρα της. Και τα δύο όργανα ακούστηκαν, απέκτησαν φωνή μέσα σε μια ακολουθία κινήσεων και πρακτικών που υποδήλωνε την «φύση» τους. Το πιάνο συνδυάστηκε με γυαλιά ηλίου και μια πνοή American dream ενώ το σάζι με μια ιστορία φυλακής. Βέβαια δεν μπορεί κανείς να πει ότι κάτι είναι μονοσήμαντο, αφού ο ίδιος ο χώρος δεν λειτούργησε ως ένα συμπαγές και συνεκτικό όλον. Το μικρόφωνο έκανε την παρουσία του σε συνδυασμό με ένα μηχάνημα ηχογράφησης. Η ηθοποιός ηχογραφούσε την φωνή της ξανά και ξανά, κάνοντας το τραγούδι της να ακούγεται σαν από πολυφωνικό συγκρότημα. Μια δημιουργία η οποία συντέθηκε στο «εδώ και τώρα», και εξήρε τόσο την ατμόσφαιρα της παράστασης, όσο και αυτόνομα το συναίσθημα των θεατών σαν ξεχωριστό καλλιτεχνικό προϊόν στα πλαίσια μιας ευρύτερης διαδικασίας.
Η Φένια Παπαδοδήμα, παρά τα κενά που δημιουργήθηκαν από τον λόγο, λειτούργησε σαν το μέσον μεταφοράς των σημάτων στους θεατές. Το σώμα της, η φωνή της, η κίνηση της υπηρέτησαν απόλυτα τους σκοπούς της performance, αφού σε ένα κείμενο το οποίο θα μπορούσε να πάρει φθίνουσα τροχιά κατά διαστήματα, έδινε την καταληκτική ώθηση. Η ίδια έκανε μια παρουσία η οποία αξίζει όχι μόνο την προσοχή μας, αλλά και το άνοιγμα των αισθητήρων μας στην διακαλλιτεχνική της φύση.
Πρώτη δημοσίευση: artic.gr, 27/5/2015
artic.gr/limbo-%CE%BA%CF%81%CE%B9%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CF%80%CE%B1%CF%81%CE%AC%CF%83%CF%84%CE%B1%CF%83%CE%B7%CF%82/24525/
38 thoughts on “«Limbo» της Φένιας Παπαδόδημα στο Θέατρο “Ακαδημία Πλάτωνος”, 2015”
Comments are closed.