Ο Κραουνάκης συναντά τον Βιτράκ
Ενα έργο διασκευασμένο και προσωποποιημένο από την πληθωρική ιδιοσυγκρασία του συνθέτη, με τη ζωτική ενέργεια ενός αιώνιου «παιδιού» που αρνείται να μεγαλώσει και την Κάλμπαρη να σκηνοθετεί με τον τρόπο της μεσοπολεμικής πρωτοπορίας
Σε μία από τις πιο ξεχωριστές στιγμές της χρονιάς, ο Βιτράκ επιστρέφει στο Θέατρο Τέχνης, όπως και ο Κραουνάκης «επιστρέφει» νοητά πίσω στον Βιτράκ. Πολλά χρόνια, δήλωσε κάπου ο συνθέτης, δούλευε το έργο του σουρεαλιστικού θεάτρου, προάγγελο του θεάτρου του παραλόγου και το καλύτερο προοίμιο για τον Ιονέσκο.
Ο συγγραφέας του ανήκε στον πρώτο πυρήνα της λαμπρής ομάδας νέων που ήθελε όχι να αλλάξει την τέχνη, αλλά τον κόσμο με την τέχνη ως εργαλείο. Και, καθώς χώρος για άλλο κόσμο δεν υπάρχει, έπρεπε πρώτα να κατεδαφιστεί ο παλιός.
Με αυτόν τον τρόπο, μεταξύ αναρχίας και οραματισμού, έμπνευσης και αλητείας, καμιά δεκαριά καλλιτέχνες μπόρεσαν να ενωθούν για λίγο με το πεπρωμένο του 20ού αιώνα, άλλοτε με το μυστρί του ονείρου και άλλοτε με τον κασμά της ειρωνείας.
Ο Βιτράκ ήταν ένας από αυτούς, αν και υπερβολικά δεμένος -με τα μέτρα των υπερρεαλιστών- στις «αστικές προκαταλήψεις». Πράγματι, διέθετε ευαισθησία και αίσθηση δέσμευσης απέναντι στην οικογένειά του, και ίσως αυτή ακριβώς η δέσμευση (ή μάλλον ο αγώνας απέναντί της) τον κάνει αληθινά σπουδαίο: κάποιους ποιητές τους αναγνωρίζουμε από τον πόλεμο που κηρύσσουν στον εαυτό τους.
Αυτά όμως ανήκουν στην ιστορία του σύντομου αιώνα και στην τρύπα που άνοιξε μεταξύ της μιας και επόμενης φωτιάς του και ονομάστηκε «Μεσοπόλεμος».
Σε αυτήν την τρύπα λοιπόν μέσα ο Βιτράκ έγραψε στα 1928 ένα από τα πιο εμβληματικά υπερρεαλιστικά έργα -κατ’ ειρωνεία, όταν ο ίδιος σαν «προδότης» περνούσε πια τα πάνδεινα από τα καψώνια των πρώην συντρόφων του και όταν τα θεατρικά του υπερρεαλισμού φαινόταν πια καθαρά πως δεν επρόκειτο να ξεπεράσουν τα δάχτυλα του ενός χεριού.
Η διαφορά είναι πως ο Βιτράκ αντί να δημιουργήσει ένα νέο θέατρο, διάλεξε ευφυώς να στηριχτεί στο παλιό. Είτε είναι φανερό είτε όχι, ο δικός του «Βικτώρ» είναι καραμπινάτο βουλεβάρτο, ανάκλαση «καλογραμμένου έργου», από αυτά που τότε έβλεπε η αστική τάξη και χαιρόταν –«τότε».
Και πού βρίσκεται άραγε αυτό το «τότε»; Δεν βρίσκεται, όπως υποθέτουν πολλοί, στα 1928 και στον πρόσφατο Μεσοπόλεμο, αλλά σε έναν παλιότερο, μεταξύ 1870 και 1914. Πιο σωστά: ο Βιτράκ γράφει για τη δική του παιδική ηλικία και για μια γενιά παιδιών που χάθηκε στο μεταξύ δύο πολέμων. Με τη διαίσθησή του γράφει ακόμη για μια γενιά που χάθηκε στον νέο Μεσοπόλεμο.
Γράφει γι’ αυτήν τη γενιά απελευθερωτικά, σαν για πρώτη φορά. Το έργο είναι γεμάτο ευρήματα, κάποια από αυτά κλεμμένα (όπως η Ιντά που δεν σταματά να πέρδεται, φέρνοντας την πιο φτηνή προσβολή και τον πιο αναπάντεχο Αγγελο Θανάτου που συνάντησε ποτέ το αστικό θέατρο), μαζί με άλλα δικά του, μαγικά και πρωτοφανέρωτα: πρώτη πρώτη ανάμεσα σε αυτά η παρουσία του μπόμπιρα 9 ετών, του Βικτώρ, που μιλά και επιδρά στο περιβάλλον του σαν ενήλικος.
Διαβάζουμε όμως τα πράγματα αντίστροφα. Το εύρημα εδώ δεν είναι κάποιος εννιάχρονος που φέρεται σαν μεγάλος, αλλά ένας μεγάλος που διατηρεί τη φρεσκάδα, το βλέμμα και την αμόλυντη βία ενός παιδιού.
Οπως και να ’χει, στο κέντρο της αγίας οικογένειας ο Βικτώρ φέρνει τα πάνω κάτω, κάνει μια μίνι επανάσταση του σαλονιού, προκαλεί θανάτους και αυτοκτονίες. Μόλις όμως θελήσει να βγει από το σαλόνι διαπιστώνει ότι ο κόσμος είναι πολύ μεγάλος για να λυτρωθεί από το γέλιο του. Ο Βικτώρ καίγεται, καθώς γίνεται ο ίδιος δαυλός πορείας.
Κι έτσι ερχόμαστε -επιτέλους- στην παράσταση της Φρυνίχου. Με τον Κραουνάκη να ξυρίζει το μούσι του (πόσοι το υπολόγισαν ως μέρος του αιφνιδιασμού;), να λαμβάνει αυτοσαρκαστικά τον ρόλο του υπερφυσικού μπέμπη, να μετακινεί το έργο από την αρχική του θέση και να το μετατρέπει σε μουσική παράσταση.
Διόλου τυχαία, το νόημα της προσπάθειας συναντά τον Βιτράκ όχι στο γράμμα αλλά στην ουσία: στο υπερρεαλιστικό «αστείο», που θέλει τα πράγματα τώρα να αποκτούν διαφορετική όψη και απρόσμενη κατάληξη: να «αιφνιδιάζουν».
Αν το λιμπρέτο του Κραουνάκη ωθεί τα πράγματα στο βοντβίλ, η Μαριάννα Κάλμπαρη τα σκηνοθετεί με τον τρόπο της μεσοπολεμικής πρωτοπορίας. Που παραπέμπει σε τσίρκο, με όλη τη σχετική τυπολογία, παλιάτσους, κλόουν, αμαζόνες και ακροβάτες. Με την πραγματικότητα διαθλασμένη από τα φίλτρα της υποκειμενικότητας, της σάτιρας αλλά και της αηδίας.
Είναι μια πολύ αξιόλογη πρόταση, η οποία όμως -ας τονιστεί ιδιαίτερα- έχει μέσα της τόσο Βιτράκ όσο και Κραουνάκη. Κανονικά, για να είμαστε δίκαιοι, θα έπρεπε να σχολιαστεί από μουσικούς κριτικούς -η γνώμη εδώ του συναδέλφου Γιάννη Σβώλου θα ήταν πολύτιμη. Κατά την άποψή μου ανήκει περισσότερο στο μουσικό θέατρο. Πρόκειται για έργο διασκευασμένο και προσωποποιημένο από την πληθωρική ιδιοσυγκρασία του συνθέτη.
Και κυρίως από την ενέργειά του. Από όλα τα παραπάνω αυτό που δεν πρέπει να ξεχαστεί είναι η παρουσία του ίδιου του συνθέτη και της ομάδας του. Εχει κάτι από την ξέφρενη θεατρικότητα, την αίσθηση πλάκας, τον αυτοσχεδιασμό που γίνεται χορικό, μαζί με ομαδικότητα, συντροφικότητα, πειθαρχία κι αυταπάρνηση. Το ‘χω πει και παλιότερα ότι αυτό το θέατρο θα έπρεπε να μετριέται όχι με λέξεις αλλά σε κιλοβατώρες.
Νομίζω ότι σ’ αυτό ο Κραουνάκης συναντά τον Βικτώρ. Στη ζωτική ενέργεια ενός αιώνιου «παιδιού» που αρνείται να μεγαλώσει –η επανάστασή του θέλει να κάνει τον κόσμο ξανά παιδικό και αθώο, με στοχασμό και μ’ όνειρο. Είναι πολιτικό θέατρο αυτό; Ναι, για την πολιτεία των ποιητών, όχι για τους εξώστες των πολιτικών.
Στο γαϊτανάκι της Φρυνίχου ο ένας μεταλαμβάνει από τον άλλο και όλοι μαζί από την ομάδα. Ο ίδιος ο Κραουνάκης είναι θέσει Βικτώρ, όπως εξηγήσαμε. Η Φωτεινή Μπαξεβάνη είναι ανεστραμμένη παιδούλα Εσθήρ, με εξαιρετική μουσική παρουσία. Ικανότατες ερμηνευτικά και μουσικά η Φένια Παπαδόδημα (Αιμιλία και Ιντά) και η σουμπρέτα Μαρία Τζάνη (Θηρεσία).
Ο Χάρης Φλέουρας δημιουργεί μια εξαιρετική Λιλή, ο Χρήστος Γεροντίδης είναι ένας επαρκής Κάρολος όπως και ο Στρατηγός του Κωνσταντίνου Ευστρατίου. Ο Γεράσιμος Γεννατάς ως Αντουάν είναι ίσως ο πιο ολοκληρωμένος ρόλος, γεμάτος συγκίνηση και βάθος.
Στο βάθος οι Βασιλίνα Κατερίνη, Μάριος Κρητικόπουλος, Βασίλης Παπαδημητρίου και Κώστας Κουτρούλης συμπληρώνουν έναν άτυπο Χορό από δαιμόνιες φιγούρες. Τα όμορφα κοστούμια και σκηνικά της παράστασης σχεδίασε ο Κωνσταντίνος Ζαμάνης.
Κι ένα σοβαρό πρόβλημα της παράστασης: η μέτρια ακουστική της. Το θέατρο στην Πλάκα προδίδει σε αυτό την κατανόηση του συνθέτη.
Πρώτη δημοσίευση: «Εφημερίδα των Συντακτών», 24/04/2017
https://www.efsyn.gr/arthro/o-kraoynakis-synanta-ton-vitrak
48 thoughts on “«Βικτώρ ή τα παιδιά στην εξουσία» του Ροζέ Βιτράκ στο Θέατρο Τέχνης, 2017”
Comments are closed.