Οι παρέες, ως κοινωνικοί βιότοποι του σύγχρονου κόσμου, έχουν τροφοδοτήσει κατ’επανάληψη τη δημιουργική μυθοπλασία, από τη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο, μέχρι τις τηλεοπτικές σειρές και, φυσικά, το θέατρο. Δυναμικά εκκολαπτήρια ανθρώπινων χαρακτήρων και σχέσεων, αποτυπώνουν σε παραδειγματική μικρο-κλίμακα τις ταλαντώσεις της συνύπαρξης, κοινωνικές συμπεριφορές, αλλά και παθογένειες.
Αυτό συμβαίνει και με τον «Εθνικό Ελληνορώσων» του Αντώνη Τσιοτσιόπουλου, ένα πρόσφατο δείγμα θεατρικής γραφής, που θέτει στο επίκεντρο της πλοκής του μια αντροπαρέα τακτοποιημένων σαραντάρηδων, οι οποίοι γνωρίζονται από το σχολείο. Οι συναντήσεις για μπάσκετ στο γήπεδο της γειτονιάς είναι η δική τους μέθοδος αποφόρτισης από τα άχθη της καθημερινότητας, αλλά και ευκαιρία να αποβάλλουν, χωρίς ενοχές, την επαγγελματική σοβαροφάνεια και να ξαναγίνουν οι αθυρόστομοι, φωνακλάδες έφηβοι με την υπερχειλίζουσα τεστοστερόνη, που δεν θα μεγαλώσουν ποτέ. Σταδιακά βέβαια, κάτω από τη χαρούμενη οικειότητα της χρόνιας φιλίας και την εκτόνωση του παιχνιδιού, πίσω από αλληλοπειράγματα, χοντράδες και ριπές χαλαρωτικής σάχλας, θα αναδυθούν παλιά τραύματα, αποσιωπημένες παλιανθρωπιές και καταπιεσμένοι θυμοί με συνέπειες. Ένας μακαρίτης φίλος και ένας παλιός συμμαθητής, ο οποίος θα πάρει τη θέση τού εκλιπόντα στην μπασκετοπαρέα, θα γίνουν οι καταλύτες που θα διαλύσουν ισορροπίες και προσχήματα, ενώ θα φέρουν στην επιφάνεια την κίβδηλη μαγκιά και τους ανήθικους συμβιβασμούς που σοβούν στις ψευτονοικοκυρεμένες ζωές της συντροφιάς.
Το δομικό εύρημα που υιοθετεί το έργο (ο απρόβλεπτος ανθρώπινος ή γεγονοτικός παράγοντας που πυροδοτεί ανατροπές και αποκαλύψεις) δεν είναι καθόλου καινούργιο, ζωογονείται όμως μέσα από την επιλογή του χώρου δράσης: το γήπεδο, αστικός θύλακας περιστασιακής ομαδικότητας και παιγνιώδους ανταγωνισμού, συγκεντρώνει τους φίλους κάτω από τη μπασκέτα που, αν και προφανής σκηνογραφική μετωνυμία για τις νίκες και τις ήττες της ζωής, ρυθμοδοτεί με ξεχωριστό σωματικό παλμό τη γλώσσα, το κλίμα, τις εξελίξεις.
Πίσω από το νέο κείμενο συναντηχούν κινηματογραφικές επιρροές, μια βιωματική φυσικότητα και κάτι από τη θεατρογραφία του Κεχαΐδη, του Τσίρου (πχ. «Αξύριστα πηγούνια»), της Κιτσοπούλου, όλα αναμενόμενα κι ωστόσο φρεσκαρισμένα. Αποτέλεσμα, ένας ζουμερός, αυθάδικος ρεαλισμός, ατάκα σβέλτη, τριζάτο νεοελληνικό υβρεολόγιο και εκείνη η αρπακτική ευφράδεια μιας χειμαρρώδους προφορικότητας, ολότελα ταιριαστή με τους ήρωες, που είναι αφελείς και μαζί κυνικοί, ευάλωτοι και μασκαράδες, σκάρτοι, αλλά παρόλ΄αυτά συμπαθείς, δηλαδή ανθρώπινοι.
Τρία ακόμη στοιχεία αξίζει να επισημάνει κανείς: α) ότι είναι οι χαρακτήρες που μοιάζουν να έχουν γεννήσει την πλοκή και όχι το αντίθετο, β) ότι ο Τσιοτσιόπουλος σωστά κατάλαβε πως το υλικό του θα σταθεί καλύτερα όχι ως δράμα, αλλά ως κωμωδία, δηλαδή ότι χάρη στην ελαφρότητα μπορεί να αναταράξει αποτελεσματικότερα τον θολό βυθό της ιστορίας του. Και γ) ότι δύσκολα ξεχωρίζει το κείμενο από την παράστασή του, τόσο στενά διαπλέκονται, κάπως σαν να προ-σκηνοθετεί η γραφή ή σαν να συν-γράφει ο σκηνοθέτης – όπως εξάλλου αναφέρει το πρόγραμμα, ο Γιώργος Παλούμπης είναι συγχρόνως σκηνοθέτης και δραματουργός της παράστασης. Εξ ου και μια σκηνοθεσία σίγουρη και προσεκτικότατα ελεγκτική, που συνδαυλίζει όσο χρειάζεται την αίσθηση του αυθόρμητου και του αυτοσχέδιου, χτίζοντας εντάσεις και υφέσεις πάνω στο ρυθμικό λαχάνιασμα των κορμιών. Η μπασκέτα του λιτού σκηνικού (Ηλέκτρα Σταμπούλου) λειτουργεί εναλλάξ ως φυγόκεντρος και κεντρομόλος εστία της δράσης, μέχρι τη στιγμή που ένας από τους ήρωες θα «μεταμορφωθεί» σε πρωτεύον σκηνικό αντικείμενο…
Τίποτε βέβαια δεν θα ήταν ίδιο, αν η εξαμελής υποκριτική ομάδα δεν έδενε τόσο πειστικά, ίσως γιατί η αφηγηματική συνθήκη του έργου είναι τέτοια, που ευνοεί τα αυτοβιογραφικά ερείσματα. Μάκης Παπαδημητράτος, Θάνος Αλεξίου, Κώστας Φυτίλης, Στάθης Σταμουλακάτος (έρχεται με φόρα από το «Στέλλα κοιμήσου»), Στέλιος Δημόπουλος, Αντώνης Τσιοτσιόπουλος είναι συγχρόνως o εαυτός τους και ο ρόλος, σαν να έχουν φυσική θητεία στον σαματά της παρέας και στην αγορίστικη brutalité. Κι ακόμη, το γέλιο που βγάζουν δείχνει δοντάκια, καθώς εκθέτουν επιδεικτικά τα οικοδομικά υλικά μιας φιλίας, μόνο και μόνο για να την κατεδαφίσουν με θόρυβο στη συνέχεια.
Συνοψίζοντας, έργο και παράσταση αξίζουν την προσοχή μας: η ιλαροτραγική υπόσταση του μέσου (Νεοέλληνα;) ανθρωπάκου σε emballage έντιμου και καλολαδωμένου ρεαλισμού, αλλά και ένας υποδόρια τρυφερός αντι-ύμνος στη μη-ενηλικίωση και την επικίνδυνη (αν)ωριμότητα του άντρα.
* Η φωτογραφία είναι του Πάτροκλου Σκαφίδα.
Πρώτη δημοσίευση: The Greek Play Project, 1/12/2018
http://www.greek-theatre.gr/public/gr/greekplay/index/pointviewview/1715