Η έλλειψη της φυσικής παρουσίας του Peter Brook από το παγκόσμιο θεατρικό προσκήνιο συνιστά
ένα επίπεδο απώλειας: του δημιουργού με το εικονοκλαστικό πνεύμα, του καλλιτέχνη-
ανθρωπολόγου, του συνενωτικού παράγοντα που με προσήλωση και παρρησία επιδόθηκε σε
πολιτισμικά αποθησαυρίσματα και ανέδειξε όσο κανείς άλλος τις κοινές ρίζες που συνδέουν τους
λαούς όπου γης.
Ωστόσο, η μεγάλη παρακαταθήκη που αφήνει ο Peter Brook αντισταθμίζει ηχηρά την απουσία
του, καθώς προσλαμβάνει μέγεθος «κτήματος ες αεί» όχι μόνο εντός των ορίων της θεατρικής
τέχνης, αλλά του συνόλου της οικουμένης. Διότι αν κάτι χαρακτήριζε τη δημιουργική πορεία του
αυτό ήταν το απροκατάληπτο και πέρα και πάνω από στενές ιεραρχήσεις ενδιαφέρον του για το
σπουδαίο που κρύβεται στο δευτερεύον και για το απέριττο και αυθεντικό που μπορεί να
επικοινωνήσει και να ερμηνεύσει το μεγάλο και το σύνθετο.
Ο Brook διατήρησε έως το τέλος τη φλόγα και τον ενθουσιασμό της νεανικής περιέργειας και
του πειραματισμού, ακριβώς όπως ξεκίνησε τη μεγάλη περιπλάνησή του στον κόσμο του θεάτρου
και στο μεγάλο θέατρο του κόσμου. Η «πολιτεία» του στην τέχνη είτε αφορούσε το
κινηματογραφικό εκράν είτε το μουσικό θέατρο είτε τη διαχείριση των μεγάλων κλασικών και των
καινοτόμων τάσεων που κατίσχυσαν μεταπολεμικά βρισκόταν σε ευθεία αναφορά με την
ανθρώπινη συνθήκη στις μεγάλες καμπές της Ιστορίας, τη θεώρηση της δημιουργίας ως πολιτικής
πράξης, τη διερεύνηση της βαθύτερης φύσης του ανθρώπου. Γι’αυτό άλλωστε ενέκυψε με ζήλο στη
λειτουργία του σώματος και στις δυνατότητες της φωνής, μελετώντας το «θέατρο της
σκληρότητας» του Artaud, αφουγκραζόμενος βαθιά τη σύλληψη του «φτωχού θεάτρου» του
Grotowski και μεταγγίζοντας παραγωγικά τις μεγάλες ανατολικές και αφρικανικές παραδόσεις
μέσα στη μεγάλη εικόνα της δυτικής δραματουργίας. Ως προς το τελευταίο, η δημιουργία του
«Κέντρου Θεατρικών Ερευνών» (CIRT), σηματοδότησε την καταβύθισή του σε έως τότε
παραγνωρισμένα, πλην όμως ανυπολόγιστης αξίας, πολιτισμικά κεφάλαια. Ο δημιουργός του
«Orghast» και της «Mahābhārata» εγκαινίασε ένα νέο βήμα άσκησης αισθητικής, μέσω του οποίου
επαναδιατύπωσε τις έννοιες της επικοινωνίας, του αυτοσχεδιασμού, του χώρου, της οικονομίας του
λεκτικού ιδιώματος, της παιγνιώδους φύσης της ερμηνείας και του μεταφυσικού υπογάστριου της
θεατρικής πράξης.
Η πολυσχιδής τριβή του Brook με την οντολογική διάσταση του θεάτρου αποκρυσταλλώθηκε
στον «κύκλο του εγκεφάλου», όπου η σκηνική πράξη κινούνταν εγκάρσια προς τον εσωτερικό
φλοιό της ανθρώπινης διανοητικής παθογένειας, κομίζοντας χρήσιμα συμπεράσματα για την εν
γένει λειτουργία του ερμηνευτή και για τους πολυδαίδαλους μηχανισμούς που ενεργοποιεί στην
τέχνη του. Αλλά και η πίστη του στον αμύθητης αξίας πολιτιστικό πλούτο της Αφρικής, την
ανάσυρση χαμένων ταυτοτήτων και φυλών, ηθών και εθίμων συνέβαλε στο να προσδώσει στην
τέχνη του θεάτρου ζωτικότητα, παλμό, νέα κίνηση και ορμή, γεφυρώνοντας τις παραδεδεγμένες
καλλιτεχνικές αντιλήψεις με το πρωτόγονο, το αρχετυπικό και το άφθαρτο.
Οι άνθρωποι του θεάτρου και το κοινό αποχαιρετούν όχι απλώς έναν μεγάλο αναμορφωτή, αλλά
έναν καλλιτέχνη που είδε τη σκηνή ως ένα προνόμιο του ανθρώπου να κατανοήσει τον κόσμο και
τον ιστορικό εαυτό του, κατερχόμενος στα φωτεινά άδυτα της πεμπτουσίας της τέχνης.
κείμενο: Γιώργος Παπαγιαννάκης