Πατέρες και κόρες
Κυριακάτικη Καθημερινή
ΦΛΟΡΙΑΝ ΖΕΛΛΕΡ
Ο Μπαμπάς
σκηνοθ: Σταμάτης Φασουλής
θέατρο: Δημήτρης Χορν
ΟΣΚΑΡΑΣ ΚΟΡΣΟΥΝΟΒΑΣ
Μιράντα
σκηνοθ: Όσκαρας Κορσουνόβας
θέατρο: Πορεία
Οι συνταρακτικές ανιχνεύσεις του Μπρουκ στις ‘κοιλάδες των εκπλήξεων’ του ανθρώπινου εγκεφάλου δεν αφήνουν πολλά περιθώρια σε συγγραφείς και σκηνοθέτες ν’ ακολουθήσουν τα ίδια μονοπάτια. Ωστόσο κάποιοι όπως ο Φλοριάν Ζελλέρ καταπιάνονται με τις πελαγοδρομήσεις του νου σε κατάσταση άνοιας η διαγνωσμένου Άλτσχάϊμερ. Ο μπαμπάς είναι ένα τέτοιο έργο που προσφέρει έδαφος στη ψυχοκοινωνική και υποκριτική διερεύνηση ιδίως για τον 80άχρονο Αντρέ και για το πώς βλέπει, αισθάνεται, θυμάται, ξεχνάει, συγχέει πρόσωπα, χρόνο και χώρους που τον περιβάλλουν.
Με την βοήθεια: ενός πολύ μελετημένα μετατοπιζόμενου σκηνικού χώρου (Μανόλης Παντελιδάκης) απεικόνιση χωροχρονικών παιχνιδιών του συγκεχυμένου μυαλού, φωτισμένου με τέχνη (Σάκης Μπιρμπίλης), ενός λόγου ρέοντος, αστείου, σκληρού, σπαραχτικού και συχνά ποιητικού (μετάφραση Σταμάτης Φασουλής) αλλά και μιας εύστοχης διανομής (Μαρίνα Ασλάνογλου, Κωσταντίνος Κάππας, Ελευθερία Μπενοβία, Ματίνα Νικολάου, Κίμων Κουρής) σε έξυπνη, διόλου μονοκεντρική σκηνοθεσία, ο Φασουλής – Αντρέ ενορχήστρωσε γύρω από την φθίνουσα μνήμη του τις διάφορες εκδοχές της μοναξιάς. Της αδιέξοδης του πάσχοντος, εκείνης, της κόρης που νοιάζεται τον πατέρα αλλά και τον σύντροφο της, τη μοναξιά του συντρόφου η και της ευσυνείδητης φροντίστριας. Πάλι θαυμάζει κανείς σκηνική ευστροφία, δύναμη, ευαισθησία, ευρηματικότητα του ηθοποιού Φασουλή, την ικανότητα του αιφνιδιασμού που απορρέει από την σιαμαία σχεδόν σύζευξη σπαραχτικού και κωμικού, παιδισμού και γεροντοπείσματος, ήττας και απώλειας του εγώ, αγριευτικού δυναμισμού και στιγμιαίας κακότητας. Μια παράσταση τελικά καθηλωτική και διαφωτιστική του σκότους και της μοναξιάς όταν οι ασφάλειες και τα φώτα του νου αρχίζουν να καίγονται, όταν “όλα τα φύλλα” της ξεραμένης ύπαρξης αρχίζουν να πέφτουν ένα-ένα.
Ένοιωσα τον εαυτό μου να ‘ζηλεύει’ στιγμές- στιγμές το κερδισμένο δραματουργικό στοίχημα του Λιθουανού σκηνοθέτη Κορσουνόβας πάνω στη Σαιξπηρική Τρικυμία με τον αθώο τίτλο: Μιράντα. Έπιασε το κύκνειο αριστούργημα του Σαίξπηρ όπου σε ακατοίκητο νησί και σ’ ένα σκληρό παραμύθι για μεγάλους πλέκονται περίτεχνα τα ουσιώδη κεφάλαια: εξουσία- αδικία- συνωμοσία- εκδίκηση- ελευθερία- έρωτας- μαγεία- φύση- γνώση- θέατρο, και το περιόρισε σ’ ένα μίζερο, διαμέρισμα εξόριστου διανοούμενου σε καιρό χούντας η σοβιετικών εκτοπισμών. Εκεί, ανάμεσα σε πολλά βιβλία, συρόμενες, προπολεμικές πόρτες, παράταιρα έπιπλα και φωτιστικά (Dainius Liskevicius) κοιμάται σε πολυθρόνα, σκεπασμένη με καρώ κουβέρτα, η Μιράντα. Η κόρη- ψυχή του εκτοπισμένου Πρόσπερου, ενώ πάνω σε ένα έπιπλο γυναικείας τουαλέτας με τρίπτυχο καθρέφτη αλλά χωρίς κυρά, ..κοιμάται βουβό αλλά παρακολουθούμενο ένα τηλέφωνο, σύμβολο απομόνωσης, ανελευθερίας, λογοκρισίας και τρόμου.
Παρακολουθούμε τον Πρόσπερο πίσω από το θολό τζάμι της συρόμενης πόρτας να προετοιμάζεται: είτε για να μπει προσεχτικά μη ξυπνήσει τη κοιμωμένη κόρη- ψυχή του στο μίζερο δωμάτιο είτε για να δώσει τον ύστατο αγώνα του Σαιξπηρικού προτύπου: Ως ολοκληρωμένος δηλαδή πνευματικός Άνθρωπος να δώσει την τελευταία παράσταση προτού μέσα στη δόξα του πάθους και της συγχώρεσης, αποσυρθεί.
Σίγουρα, η δραματουργική προσαρμογή (μετάφραση Νίκου Χατζόπουλου) απευθύνεται σε διαβασμένους, Σαιξπηρικά. Όμως ο υποκριτικός καταιγισμός των δύο σπουδαίων ηθοποιών απευθύνεται σε όποιον είναι ελεύθερος από θεατρικά στερεότυπα.
Ο Λαέρτης Μαλκότσης που εκτός από τον Πρόσπερο έπαιξε μοναδικά τον τρυφερό, στοργικό πατέρα- φροντιστή ανάπηρης κόρης, σκιτσάρισε εύστοχα μέχρι απολαυστικά τον άγριο Κάνιμπαλ, τον Φερδινάντο, τον Γκονζάλο, τον Πλοίαρχο, τον Λοστρόμο, τους Ναύτες. Μέσα από την πολυπροσωπία της υποκριτικής του έμεινε κυρίαρχος των ιδεολογικών μηνυμάτων αλλά και διάμεσος της ποίησης του Σαιξπηρικού λόγου.
Η έξοχη Ιωάννα Παππά, ως σπαστική, ημιπληγική κόρη που ονειρεύεται πως είναι μπαλαρίνα, κόρη που ζητά εμμονικά να της διαβάζει ο πατέρας της μόνο την Τρικυμία, ερμήνευσε και μια εύθραυστη Μιράντα- ως ανάπηρη ψυχή του δαιμόνια οργισμένου, αδικημένου Πρόσπερου κι έναν απαράμιλλο Άριελ. Ως αναιδές, γκρινιάρικο, υπέροχα σβέλτο αερικό και δέσμιο πνεύμα του πνεύματος του Πρόσπερου, τη μια στριμωγμένη στο άνοιγμα ενός σεκρεταίρ, την άλλη σκαρφαλωμένη στην οροφή της βιβλιοθήκης, με διαφορετική φωνή, κίνηση, διαφορετικό τελικά σώμα από ρόλο σε ρόλο, συγκίνησε, γοήτευσε, εκτίναξε τα σκηνοθετικά ευρήματα και την ψυχή της παράστασης.
27 thoughts on “«Ο Μπαμπάς» του Φλοριάν Ζελλέρ στο Θέατρο Δ. Χόρν – «Μιράντα» του Όσκαρας Κορσουνόβας στο Θέατρο Πορεία, 2015”
Comments are closed.