Οικογένεια Τσέντσι στο Ίδρυμα Κακογιάννη
Όλα πεθαίνουν, αγάπη μου. Γιατί ο κόσμος έχει πάρει φωτιά, έτσι αναποφάσιστος που ξέμεινε ανάμεσα στο καλό και το κακό.
Η ιστορία της οικογένειας Τσέντσι, όπως αποκαλύπτεται από τα ρωμαϊκά χειρόγραφα που αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για αρκετούς δημιουργούς, είναι μια ιστορία φρίκης, κυνισμού και θηριωδίας. Ο Τσέντσι, διήγε έκλυτο βίο, παραδομένος στις άμετρες απολαύσεις, τη διαφθορά, τον κυνισμό και τη ραδιουργία. Η οικογένειά του ήταν από τις πιο πλούσιες και αρχοντικές της Ρώμης και δεν υπήρχε κανένας λόγος για «όρια». Πάπας στη Ρώμη την εποχή εκείνη (τέλος του 16ου αιώνα) ήταν ο αδίστακτος Κλήμης Η΄, που για να κλείσει τα μάτια στα όργια του Τσέντσι του αρκούσε να παραχωρηθεί στην Εκκλησία το 1/3 της περιουσίας του Κόμη. Ο Τσέντσι δε δίστασε να δολοφονήσει ακόμη και τους γιους του ενώ η ακόρεστη λαγνεία του τον οδήγησε σε ένα αιμομικτικό πάθος για την κόρη του Βεατρίκη, η οποία στην προσπάθειά της να απαλλαγεί από αυτόν οργάνωσε τη δολοφονία του μαζί με την μητριά της και τον μικρότερο αδελφό της, το 1599. Το ικρίωμα την περίμενε για να ολοκληρωθεί αυτός ο κύκλος αίματος.
Το απίστευτης αγριότητας υλικό αυτής της ιστορίας ενέπνευσε αρκετούς δημιουργούς. Πρώτος ο Πέρσυ Μπυς Σέλλεϋ (1792-1822) – σύζυγος της Μαίρη Σέλλεϋ, συγγραφέα του Φράνκενστάιν- έγραψε και εξέδωσε τους Τσέντσι. Μια τραγωδία σε πέντε πράξεις το 1819 στην Ιταλία, που όμως έπρεπε να περιμένει μέχρι το 1922 για να παρασταθεί. Το 1886 ωστόσο, η Shelley Society είχε επιδοτήσει μια ιδιωτική παρουσίαση στο Grand Theatre του Λονδίνου μπροστά σε ένα κοινό που περιλάμβανε τους Oscar Wilde, Robert Browning και George Bernard Shaw. Το 1948 ο γερμανός συνθέτης Berthold Goldschmidt συνέθεσε μία όπερα σε τρεις πράξεις βασισμένος στο έργο του Σέλλεϋ που παίχτηκε το 1949 σε λιμπρέτο του Martin Esslin με τίτλο Βεατρίκη Τσέντσι. Μετά τον Σέλλεϋ ο Σταντάλ ο οποίος επίσης είχε πρόσβαση στα ρωμαϊκά χειρόγραφα έγραψε για τους Τσέντσι στα Ιταλικά Χρονικά (1837). Ακόμη και ο περίφημος Άλφρεντ Νομπέλ στο τέλος της ζωής του έγραψε ένα και μοναδικό δράμα, την Βεατρίκη Τσέντσι. Η ιστορία της Βεατρίκης ενέπνευσε και τον Αλμπέρτο Μοράβια (Βεατρίκη Τσέντσι, 1991) ενώ η μεγαλύτερη ζωγράφος του 17ου αιώνα Αρτεμισία Τζεντιλέσκι – που πιθανότητα παρακολούθησε τον αποκεφαλισμό της Βεατρίκης-, εμπνεύστηκε από εκείνη. Σήμερα, ο τελευταίος απόγονος της οικογένειας, ο Φράνκο Τσέντσι είναι καλλιτέχνης και ζει στη Ρώμη ενώ τα περισσότερα έργα του αφορούν στη Βεατρίκη, στην οποία αφιέρωσε και τη μεγάλη του έκθεση στην Acta International Gallery το 2013.
Για τον Αντονέν Αρτώ όμως η ιστορία αυτή αποτέλεσε το ιδανικό υλικό που αναζητούσε για το περίφημο «Θέατρο της Σκληρότητας» καθώς η ιστορία δεν επικεντρώνεται στη σωματική σκληρότητα αλλά κυρίως στην ηθική και πνευματική σκληρότητα. Οι Τσέντσι του Αρτώ (μια προσαρμογή κειμένων του Shelley και του Stendhal) ήταν ένα έργο υψηλής δραματουργικής δύναμης και μεγάλης επιρροής για την τέχνη του 20ού αιώνα και υπήρξε το μοναδικό (και αποτυχημένο) πείραμα του. Στην παραγωγή αυτή για να επιτύχει μια στενότερη επαφή του θεατή με τους ηθοποιούς χρησιμοποίησε το κυκλικό θέατρο, διαδεδομένο ήδη τότε στην Αμερική. Η ηθική σκληρότητα οδηγούσε στην ακρότητα του ενστίκτου και ανάγκαζε τον ηθοποιό να βυθιστεί στις ρίζες της ύπαρξής του, ένας φλεγόμενος ηθοποιός, έτσι ώστε να αφήνει τη σκηνή εξαντλημένος αλλά και τον θεατή να εγκαταλείπει το θέατρο μετασχηματισμένος. Το πρώτο ανέβασμα του έργου πραγματοποιήθηκε στις 7 Μαΐου 1935 και μπόρεσε να κρατηθεί στη σκηνή μόνο για 17 βράδια. Τον ρόλο του κόμη Τσέντσι ερμήνευε ο ίδιος ο Αρτώ. Η παράσταση ήταν μια οικονομική καταστροφή και ο Αρτώ απογοητεύτηκε τόσο που αποφάσισε πως δεν θα σκηνοθετήσει ποτέ ξανά για το θέατρο.
Η νεαρή σκηνοθέτρια Ιόλη Ανδρεάδη (αυτή είναι η δεύτερη εργασία της με αφετηρία τον Αρτώ καθώς πέρσι παρουσίασε το έργο της «Αρτώ / Βαν Γκογκ, avec un pistolet» βασισμένο στο δοκίμιο του Αρτώ για τον μεγάλο ζωγράφο) και ο Άρης Ασπρούλης μας έδωσαν μια νέα δραματουργία, ένα καίριο πρωτότυπο θεατρικό έργο. Δεν κρύβουν τις επιρροές τους όμως έχουν μια καθαρή, δική τους ματιά πάνω στο υλικό τους. Χρησιμοποιούν τα περιστατικά όπως περιγράφονται στον Σταντάλ ενώ διατηρούν τη βασική δομή σκηνών και πράξεων από το κείμενο του Αρτώ. Επιχειρούν εύστοχα όχι να διηγηθούν αλλά να παρουσιάσουν στο σήμερα μια ιστορία του 16ου αιώνα, με μια απελευθερωμένη θεατρική γλώσσα, αν και γεμάτη αναφορές από προγενέστερους δημιουργούς όπως ο Αρτώ, ο Σταντάλ, ο Ρεμπώ, ο Καμύ και ο Γκίνσμπεργκ.
Τρεις ηθοποιοί καλούνται να ερμηνεύσουν τα επτά πρόσωπα του δράματος, εγκιβωτισμένοι σε μία χρυσοποίκιλτη βιτρίνα (μια κορνίζα σήμα κατατεθέν της εργασίας της σκηνογράφου Δήμητρας Λιάκουρα). Στέκονται εκεί στα υποτυπώδη βάθρα τους, υπομένοντας και εκτελώντας το αναπόδραστο της μοίρας τους, περίτεχνο ταυτόχρονα έκθεμα μιας ακραίας υπερβολής αλλά και μιας αιώνιας πιθανότητας. Άλλωστε, είναι η ίδια η σάπια κοινωνία, γεμάτη υποκρισία και ανοχή για τα πάντα. Όταν οι πράξεις ξεπλένονται στο «χρήμα» είσαι ελεύθερος να κάνεις ό,τι θες. Εύγλωττες αναλογίες που δεν τις βάζουν να ουρλιάξουν.
Οι συγγραφείς όμως προσθέτουν μια καθοριστική σκηνή, τη στιγμή της κάθαρσης σε αντιστοιχία με την ελληνική τραγωδία. Τη μετά θάνατον συνάντηση του Κόμη και της Βεατρίκης καθώς ο πατέρας έρχεται να την παραλάβει για να τη συνοδεύσει στην κάθοδό της στον Άδη. Είναι μια στιγμή ανθρώπινη όπου για πρώτη φορά οι ήρωες επικοινωνούν ουσιαστικά. Είναι η στιγμή που οι δύο συγγραφείς επιτρέπουν στο φως να διεισδύσει στο έρεβος του μύθου που αναπλάθουν για να δώσει την ελπίδα στη ζωή.
Η σκηνοθεσία της Ανδρεάδη είναι απόλυτα οργανωμένη, μια ολοκληρωμένη πρόταση με φόρμα, ρυθμό και πυκνότητα ουσίας, δράσης και λόγου.
Ο Μιλτιάδης Φιορέντζης είναι ένας ταλαντούχος ηθοποιός με ουσιαστική εκπαίδευση στο θέατρο φόρμας (συνεργάτης του Θόδωρου Τερζόπουλου αλλά και του Σάββα Στρούμπου μεταξύ άλλων). Εδώ η πολύτιμη εμπειρία του και η καθοδήγηση της σκηνοθέτριάς του τον αναδεικνύουν σε απόλυτο πρωταγωνιστή. Απόλυτα μετρημένος, σχηματικός αλλά καίριος, στο κέντρο της σκηνής, της δράσης ως σύμβολο μιας αήθους ηθικής, της ίδιας της ανθρωπότητας. Δύο νέες ηθοποιοί εκατέρωθεν, αριστούχες απόφοιτες του Ωδείου, στην πρώτη τους επαγγελματική παράσταση, στέκονται αξιοπρεπώς δίπλα του παρά την εμφανή απειρία τους και δίνουν υποσχέσεις για το μέλλον. Η Ελεάνα Καυκαλά στον ρόλο του άφυλου Μπαλαντέρ υποδύεται τέσσερις ρόλους που καταλήγουν να έχουν μία οντότητα, αν και κάποιες φορές σχηματικά. Η Μαρία Προϊστάκη (Βεατρίκη) πατάει κυρίως στο συναίσθημα, άπειρη στην τεχνική της. Εμπνευσμένα ιδιαίτερα τα υπαινικτικά κοστούμια της Λιάκουρα, υποστηρικτική η μουσική της Ε. Κρεμμύδα και ατμοσφαιρικοί οι φωτισμοί της Χριστίνας Θανάσουλα.
Η εμφάνιση νέων ταλαντούχων καλλιτεχνών που πίσω από τα κείμενα και τις σκηνοθεσίες τους διακρίνεται ο πόνος, η μελέτη, η έρευνα και η σοβαρότητά τους μόνο φως είναι για το ελληνικό θέατρο.
Πρώτη δημοσίευση: Greek Play Project στις 29/10/2015
http://www.greek-theatre.gr/public/gr/greekplay/index/pointviewview/470