«John» από την ομάδα DV8 Physical Theatre στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, 2014

Λόγος και κίνηση

Λονδρέζικη ομάδα, από τους βασικούς εισηγητές του σωματικού θεάτρου, οι DV8 Physical Theatre είναι δημιούργημα του Αυστραλού Λόιντ Νιούσον που συνδυάζει στις παραστάσεις του ιδεολογικά (κοινωνικά, πολιτικά) φορτισμένο λόγο και ιδιαίτερη κινησιολογία. Η τελευταία, αν και εξελίσσεται και προσαρμόζεται στις νέες του παραστάσεις, παραμένει έντονα αναγνωρίσιμη.
Αν στο «Can We Talk About This?» (Στέγη, 2011) έθετε ζητήματα ισλαμικού φανατισμού και πολυπολιτισμικής ανοχής του ∆υτικού κόσμου μέσω κατάθεσης πολλών συνεντεύξεων, εγείροντας εύλογα ερωτήματα όχι ως προς τη διαμορφωμένη κατάσταση αλλά ως προς την απουσία παράλληλης αναζήτησης βαθύτερων αιτιών, στον μη εκ πρώτης όψεως πολιτικοποιημένο «John» υποστηρίζει ότι τέμνει την αντρική (ερωτική) ταυτότητα μέσω πενήντα συνεντεύξεων. Στην πραγματικότητα, επικεντρώνεται στην ιστορία του ομώνυμου προσώπου πλαισιωμένου από τέσσερις ακόμα χαρακτήρες (συνέντευξη στην Ι. Κλεφτόγιαννη, «Ελευθεροτυπία», 13.10.14).
Αψογη τεχνικά κινησιολογία χαρακτηρίζει τους περφόρμερ, καθώς τρέχει ακουστικά η αφηγούμενη ιστορία του Τζον με περιστρεφόμενη σκηνή που φτιάχνει συνεχείς σχηματικές εικόνες πάνω στα λεγόμενα με μεγάλη ταχύτητα. Για όποιον δεν γνωρίζει άψογα αγγλικά, δεν είναι εξοικειωμένος με τις διαφορετικές προφορές και τη χαμηλόφωνη ως επί το πλείστον εκφορά λόγου του κεντρικού προσώπου, είναι αλήθεια ότι αδυνατεί να παρακολουθεί ταυτόχρονα τα επί σκηνής εναλλασσόμενα δρώμενα και να διαβάζει τον χειμαρρώδη λόγο που αποτυπώνεται μεταφρασμένος στα εκτός σκηνής πολύ πλαϊνά πλαίσια. Ενα καταλυτικό μειονέκτημα για την παρακολούθηση παράστασης αφηγηματικού λόγου που αναφέρεται σε διαρκώς ανανεωνόμενα πρόσωπα που εισβάλλουν στη σκηνή, σε αλλαγές καταστάσεων και, πρώτιστα, σε σκέψεις, αξιολογήσεις, πιστεύω του προσώπου.

Ανούσια φλυαρία
Η λογική δεν είναι άγνωστη από άλλες παραστάσεις του Νιούσον. Εδώ, ωστόσο, σύντομα εισερχόμαστε, με τις εμβόλιμες ιστορίες-μαρτυρίες και άλλων προσώπων, σε μια χαλαρότητα του κεντρικού ζητούμενου, ήτοι τον προσδιορισμό της αντρικής ταυτότητας, έστω μέσω του Τζον, ενός προερχόμενου από προβληματική οικογένεια, εθισμένου στα ναρκωτικά και τη μικρο-εγκληματικότητα νέου που καταλήγει στη φυλακή αφού έχει ήδη αποκτήσει στα 20 του ένα γιο, έχει αλλάξει διάφορες συντρόφους για να καταλήξει να δοκιμάζει τον ομοφυλόφιλο έρωτα. Για να φτάσει στον τελικό και ενδιαφέροντα προβληματισμό του ως προς την ερωτική του ταυτότητα, που παραμένει αιωρούμενη και χωρίς εμβάθυνση, η παράσταση έχει υπερβολικά πλατειάσει.
Η φλυαρία ανθρώπων μιας σάουνας για γκέι για τις αίθουσες που προσφέρει, τους τρόπους που οι εκεί θαμώνες συμπεριφέρονται ερωτικά, τις ακαθαρσίες που αφήνουν πίσω τους λόγω πιθανολογούμενης ακράτειας από το πολύ σεξ και άλλα σχετικά ελάχιστα αφορούν στην αναζήτηση της αντρικής ταυτότητας. Κι όμως, το κομμάτι αυτό καταλαμβάνει το συντριπτικό μέρος της παράστασης με επαναλαμβανόμενες εικόνες γυμνών αντρών να περιφέρονται με πετσέτες, χωρίς εξέλιξη, δίχως, σε τελευταία ανάλυση, να μας αποκαλύπτουν κάτι άγνωστο από τον κινηματογράφο, τα εικαστικά ακόμη και την ελληνική λογοτεχνία ή το θέατρο.

Απροσδιόριστη ταυτότητα
Απέναντι στην ακατάσχετη φλυαρία ανούσιων λεπτομερειών, η μόνη ειλικρινής στιγμή είναι όταν προς το τέλος ακούγονται δυο ουσιαστικές μαγνητοφωνημένες φράσεις από τον ίδιο(;) τον Τζον. Και όταν δηλώνει πως αν και ετεροφυλόφιλος για μεγάλη διάρκεια της ζωής του, δεν εντάσσει τον εαυτό του στους αμφί αλλά στους γκέι, αναζητώντας έναν μόνιμο άντρα σύντροφο. Αυτή την περίπλοκη φλέγουσα ουσία του ζητήματος, ωστόσο, η παράσταση δεν τέμνει αλλά απλώς καταθέτει. Αντίθετα, η υπόλοιπη παράσταση παρασύρθηκε σε μέγιστο βαθμό από άνευ λόγου, για τον προσδιορισμό της αντρικής ταυτότητας, γαργαλιστικές για το αστικό κοινό λεπτομέρειες παραβατικών και πρώτιστα γκέι συμπεριφορών που δεν διαφέρουν από όσα ακούγονται σε τρας πρωινάδικα.
Και ένα σοβαρό πρόβλημα, που πρέπει άμεσα να αντιμετωπίσει η Στέγη με συστάσεις αν όχι και επεμβάσεις: είναι από τους θεατρικούς χώρους όπου τα κινητά των θεατών της παραμένουν σταθερά ανοιχτά για να τα συμβουλεύονται οι κάτοχοί τους, παρενοχλώντας έντονα με το φως τους τη σωστή θέαση των υπολοίπων. Αλλη μία νεοελληνική ασυδοσία και έλλειψη στοιχειώδους σεβασμού του άλλου.

Πρώτη δημοσίευση: Ελευθεροτυπία, 27/10/14