Κάθε σχέση που τελειώνει σφραγίζεται από απολογίες που έρχονται να αποκαλύψουν, να δικαιολογήσουν, να αιτιολογήσουν τον χωρισμό. Το κενό που αφήνουν οι χωρισμοί κάθε είδους μοιάζει σαν κρατήρας ηφαιστείου από τον οποίο εξακολουθούν να αναδύονται οι αναθυμιάσεις αυτού που υπήρξε κάποτε. Την ίδια στιγμή που η μοναξιά θεριεύει η ατομικότητα αναζητά υποστήριξη σε μια συλλογικότητα από την οποία φαίνεται πως αρχικά αποσπάστηκε.
Στο νέο έργο του Ευθύμη Φιλίππου Απολογίες 4 & 5 το πρόσχημα της δράσης είναι σχετικά απλό ή τουλάχιστον φαίνεται απλό. Από τη μία πλευρά, ένας Εξεταστής – Κριτής, ο Ευθύμης Θέου. Από την άλλη μία γυναίκα, η Εύη Σαουλίδου, και ένας άντρας, ο Φιντέλ Ταλαμπούκας, που απολογούνται για τη σχέση και τον χωρισμό τους και επιθυμούν να ενταχθούν στο σύνολο που στέκει απέναντί τους και «βάζει τους κανόνες». Όμως, μόνο ένας από τους δύο θα μπορέσει να γίνει δεκτός. Ο Εξεταστής καλεί τους δύο νέους να ορκιστούν στην ειλικρίνεια τους και τους προτρέπει σε εξομολογήσεις με έναν τρόπο που παραπέμπει περισσότερο σε τηλεοπτική εκπομπή παρά σε δίκη, ενώ οι ευχές και οι κατάρες μπλέκονται με μια απόκοσμη γοητεία. Ωστόσο, τα μυστικά που αποκαλύπτονται είναι απλές καθημερινές δράσεις και σκέψεις ανθρώπων που δεν επιφυλλάσουν καμία τρομερή αποκάλυψη. Είναι μαρτυρίες που παίζουν μεταξύ αλήθειας και σκηνικής σύμβασης καθώς ο συγγραφέας απορρόφησε υλικό από πραγματικές συνεντεύξεις που έκανε στους ηθοποιούς, επιχειρώντας μια «περιπλάνηση στην εσωτερική γεωγραφία δύο προσώπων».
Σε αυτή τη δεύτερη συνεργασία του Ευθύμη Φιλίππου και της Αργυρώς Χιώτη με τις Απολογίες 4 & 5 (μετά τα Αίματα στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών) έχουμε την ιδανική εκπροσώπηση ενός νέου ελληνικού θεάτρου, όπου το κείμενο και η παράστασή του είναι άρρηκτα δεμένα και πρέπει να αντιμετωπιστούν ως μία ολότητα. Το κρυπτικό, ελλειπτικό έργο του Φιλίππου ακουμπά στο συναίσθημα και σε ένα ανασκάλεμα της παιδικής αθωότητας, της μνήμης και της αφορισμένης ανεμελιάς μέσα από μια διαδικασία που φτάνει στα όρια της τελετουργίας. Το λεπίδι της λεπτής ειρωνείας τέμνει κάθε τι σοβαροφανές και το αυστηρό τελετουργικό «διαβρώνεται» λυτρωτικά από το χιούμορ. Η σκηνοθέτις με την ομάδα των ηθοποιών της δομεί εξαιρετικά την παράσταση, σε άμεση σύνδεση και με την αρχαία ελληνική τραγωδία (σχέση που δεν περιορίζεται στη δομή, – επεισόδια και χορικά – αλλά και στο υπαρξιακό σύστημα που ανακαλεί), και με ένα αποτέλεσμα σπάνιας τεχνικής αρτιότητας. Προχώρησε σε ένα παιχνίδισμα αισθημάτων, με εναλλαγές στιγμών λυρικότητας και επεισοδίων βαθιάς υπαρξιακής αγωνίας που ισορροπούν στις συνεχείς εναλλαγές της διάθεσης, της ατμόσφαιρας, σαν ένα παιχνίδι όπου κανείς πέφτει και σηκώνεται συνεχώς. Μια ευαίσθητη ισορροπία, μια ιεροτελεστία που βάζει τον άνθρωπο απέναντι στο σύνολο των επιλογών του και απέναντι στην ευθύνη του για τις επιλογές αυτές, οι οποίες προεκτείνονται πολύ πέρα από τις αισθηματικές. Που θέλει να ανήκει το Άτομο, πώς και γιατί;
Η πολυπόθητη συλλογικότητα είναι εκεί, δίπλα, με τη μορφή ενός πενταμελούς γυναικείου χορού που τραγουδά υποδειγματικά ξανά και ξανά ένα πολυφωνικό άσμα από την Κορσική βασισμένο στη Μνήμη. Ελένη Βεργέτη, Ευδοξία Ανδρουλιδάκη, Ματίνα Περγιουδάκη, Τζωρτζίνα Χρυσκιώτη και η ίδια η Αργυρώ Χιώτη, αποτελούν τον Χορό, ντυμένες με κοστούμια (με την επιμέλεια της Χριστίνας Κάλμπαρη) που παραπέμπουν σε στολές παρθεναγωγείου, μιας επιθυμητής προσποιητής σοβαρότητας, με μακριές πλεξούδες που ανεμίζουν απειλητικά. Μια αποκάλυψη αισθητική (οπτική και ακουστική) χάρη στην εξαιρετική διδασκαλία του Henri Kergomar. Η ρυθμικότητα, η μελωδικότητα και κυρίως η χορικότητα των οποίων γίναμε μάρτυρες αποδέσμευσαν μια μοναδικής ποιότητας ομορφιά. Για την ένταξη όμως απαιτείται η θυσία της ατομικότητας στο βωμό μιας συλλογικότητας που δεν επιτρέπει σε κανέναν να τραγουδά με τη δική του φωνή. Πρέπει να «φτιάξει» τη φωνή της ψεύτικη η ηρωίδα, να την προσποιηθεί για να ενταχθεί. Πρέπει να παραδοθεί άνευ όρων. Το τι μπορεί να σημαίνει αυτή η στρέβλωση για την κοινωνία μας είναι ένα ανοικτό ζήτημα.
Τον σκηνικό χώρο επιμελήθηκε ο Μπάμπης Χιώτης, κρατώντας τον λιτό και σχεδόν άδειο με έναν άτυπο κάθετο και οριζόντιο διαχωρισμό που καθόρισε και την κίνηση και αναδεικνύοντας ταυτόχρονα την παράξενη ομορφιά του εργοστασιακού χώρου της Πειραιώς με τις σκιές των δέντρων να πέφτουν στη σκηνή και να δημιουργούν ενδιαφέρουσες ατμόσφαιρες σε συνδυασμό με τους σκοτεινούς, υπαινικτικούς φωτισμούς του Τάσου Παλαιορούτα.
Ο Φιλίππου αποτελεί ένα πολύ σημαντικό κεφάλαιο και στο σύγχρονο ελληνικό θεατρικό έργο και ωθεί με τα κείμενά του σε μια μορφή θεάτρου όπου το κείμενο είναι η αφορμή μιας αποκαλυπτικής τελετουργίας που μας φέρνει κοντά στις ρίζες της ύπαρξης και κάνει τους ηθοποιούς ενδιάμεσους και τον θεατή μέτοχο ενός μυστηρίου. Η Αργυρώ Χιώτη και οι Vasistas δουλεύουν εντατικά και σταθερά τα τελευταία δέκα χρόνια αναζητώντας μια νέα σκηνική φόρμα και προτείνοντας μια δραματουργία που δεν καθορίζεται από τη λογική του κειμένου ή τη γραμμική αφήγηση μιας ιστορίας. Η σύμπραξή τους αποδεικνύεται μια ιδανική συνθήκη που πρέπει να συνεχιστεί.
Σκηνοθεσία: Αργυρώ Χιώτη
Μουσική διασκευή και διδασκαλία: Henri Kergomar
Κοστούμια: Χριστίνα Κάλμπαρη
Σκηνικός χώρος: Μπάμπης Χιώτης
Φωτισμοί: Τάσος Παλαιορούτας
Βοηθός σκηνοθέτη: Αντώνης Αντωνόπουλος
Βοηθός δραματουργίας/σκηνοθεσίας: Άρτεμις Χρυσοστομίδου
Καλλιτεχνικός συνεργάτης: Ariane Labed
Ηθοποιοί:
Εύη Σαουλίδου, Ευθύμης Θέου, Φιντέλ Ταλαμπούκας
Χορός:
Ελένη Βεργέτη, Ευδοξία Ανδρουλιδάκη, Ματίνα Περγιουδάκη, Τζωρτζίνα Χρυσκιώτη, Αργυρώ Χιώτη
Πρώτη δημοσίευση: «The Greek Play Project», 5/07/2016